13 Ιανουαρίου 2020

ΒΙΑΣΤΗΚΑΜΕ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΟΥΜΕ

Δεν είμαστε οι ίδιοι που ήμασταν κάποτε. Αθώα παιδιά με βλέμμα καθάριο και όρεξη για γνώση και ζωή.
Απονήρευτοι ταξιδευτές της εφηβείας, που όλος τους ο κόσμος ήταν πέντε φίλοι και μια καψούρα.
Τότε που ξημερώναμε με μουσικές κι αναστεναγμούς κοιτώντας τα αστέρια αγκαλιά.
Που δεν προσπαθούσαμε να δαμάσουμε τους τρελούς χτύπους της καρδιάς, την ακολουθούσαμε μέχρι τέλους και φτάναμε στα πατώματα ή στον ουρανό για την αγάπη.
Tην αγνή αγάπη, ντυμένη στα λευκά, που βολτάριζε ανέμελα στα σοκάκια και τις αλάνες που τρέχαμε.

10 Ιανουαρίου 2020

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΔΕΝ ΔΙΑΡΚΕΙ

Στην ταινία «Ο κήπος του Γιάλομ: η φιλοσοφία μιας ζωής», ο κορυφαίος ψυχοθεραπευτής αυτοαναλύεται και αυτοβιογραφείται.
Κεντρικοί ήρωες, με τη σειρά, ο μετανάστης παντοπώλης πατέρας του, η «δύσκολη» μητέρα του, η επί 60 χρόνια γυναίκα του Μέριλιν Koenic (επίσης συγγραφέας και ακαδημαϊκός), τα τέσσερα παιδιά του, τα εγγόνια του και οι σχέσεις ανάμεσα σε όλους αυτούς.
Σαν να προσπαθεί να «διδάξει» – αυτήν τη φορά μέσα από το παράδειγμα της δικής του ζωής. Γιος Ρωσοεβραίων στην Αμερική του ’30, ο Irvin Yalom μεγάλωσε σε μια γειτονιά μαύρων στην Ουάσιγκτον. Επειδή εκείνη η περιοχή της πόλης δεν ήταν ασφαλής για υπαίθριο παιχνίδι, πήγαινε συχνά με το ποδήλατό του στη δημόσια βιβλιοθήκη, όπου βυθιζόταν στην ανάγνωση.

8 Ιανουαρίου 2020

Η ΖΩΗ ΠΕΡΝΑΕΙ

Σκέψου ἡ ζωὴ νὰ τραβάει τὸ δρόμο της καὶ σὺ νὰ λείπεις,
να’ ρχονται οἱ Ἄνοιξες μὲ πολλὰ διάπλατα παράθυρα, καὶ σὺ νὰ λείπεις,
να’ ρχονται τὰ κορίτσια στὰ παγκάκια τοῦ κήπου μὲ χρωματιστὰ φορέματα, καὶ σὺ νὰ λείπεις,
οἱ νέοι νὰ κολυμπᾶνε τὸ μεσημέρι, καὶ σὺ νὰ λείπεις,
ἕνα ἀνθισμένο δέντρο νὰ σκύβει στὸ νερό,
πολλὲς σημαῖες ν’ ἀνεμίζουν στὰ μπαλκόνια,
ν’ ἀνεβαίνει μιὰ παρέλαση τὴν ὁδὸ Σταδίου,
χιλιάδες κόσμος κρατώντας στὰ χέρια του κόκκινες σημαῖες,
κρατώντας ἐπιτέλους τὰ ὄνειρά του μέσα στὰ χέρια του,
νὰ λένε δυνατὰ τὴ λέξη σύντροφος, καὶ σὺ νὰ λείπεις,
ὕστερα ἕνα κλειδὶ νὰ στρίβει – ἡ κάμαρα να’ ναὶ σκοτεινή,
δυὸ στόματα νὰ φιλιοῦνται στὸν ἴσκιο, καὶ σὺ νὰ λείπεις,
σκέψου δυὸ κορμιὰ νὰ παίρνονται, καὶ σὺ νὰ κοιμᾶσαι κάτου ἀπ’ τὸ χῶμα,
καὶ τὰ κουμπιὰ τοῦ σακακιοῦ σου ν’ ἀντέχουν πιότερο ἀπὸ σένα
κάτου ἀπ’ τὸ χῶμα
κι ἡ σφαίρα ἡ σφηνωμένη στὴν καρδιά σου νὰ μὴ λιώνει,
ὅταν ἡ καρδιά σου, ποὺ τόσο ἀγάπησε τὸν κόσμο, θα’ χει λιώσει.
Από τις «Γειτονιές του κόσμου», του Γιάννη Ρίτσου, εκδόσεις Κέδρος