23 Μαΐου 2020

ΜΑΝΑ
Προς την μητέρα μου (1873)   Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽  ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι  ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.  Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽  ὅπου κι ἂν περάσει, δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει. Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽  ἀφρισμένη,  παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι  κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη. Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽  ἀράξω  μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω. Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω  τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽  ἀγναντέψω.  Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω  κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω. Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου  ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο  εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη  π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει. Κι ἐκείνη μ᾽  ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:  Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ  γεννήθης  ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες  ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.
Α.Παπαδιαμάντης