– Την πιο μεγάλη αλήθεια τη λέμε παραμύθι
Άρχισε σήμερα ο παπα-Φώτης · ένα παραμύθι θα σας πω σήμερα, παιδιά μου, ελάτε πιο κοντά. Ε σεις, γυναίκες που κλαίτε, για σας μιλώ, ζυγώστε!
Ζύγωσαν οι γυναίκες με τα παιδιά τους, κουκούβισαν γύρα του · πίσω τους οι άντρες έμειναν όρθιοι, κι οι γέροι, ακουμπισμένοι στα ραβδιά τους, αφουκράζουνταν.
– Μια φορά κι έναν καιρό, άρχισε ο παπα-Φώτης, βγήκαν δυο πουλολόγοι σ’ένα βουνό κι έστησαν τα δίχτυα τους · τ’απλωσαν, και την άλλη μέρα το πρωί πήγαν, και τι να δουν; τα δίχτυα ήταν γεμάτα αγριοπερίστερα. Χιμούσαν τα κακόμοιρα απελπισμένα να ξεφύγουν, μα τα μάτια του διχτυού ήταν στενά πολύ, που να περάσουν!
Σωριάστηκαν το λοιπόν όλα μαζί τρεμάμενα και περίμεναν. «Πετσί και κόκαλο είναι τ’άτιμα, είπε ο ένας κυνηγός, πως θα τα πουλήσουμε στο παζάρι;- Ας τα ταϊσουμε καλά μερικές μέρες, να παχύνουν», είπε ο άλλος.
Τους έριξαν μπόλιο τάιστρο, τους έβαλαν και νερό, ρίχτηκαν τα περιστέρια να τρων και να πίνουν · ένα μονάχα δε θέλησε να φάει, έμεινε νηστικό· τις άλλες μέρες, καινούργιο τάιστρο· τα περιστέρια άρχιζαν κάθε μέρα και πάχαιναν, και μονάχα το ένα λίγνευε κι όλο και μάχουνταν να περάσει από το δίχτυ.
Ώσπου μια μέρα ήρθαν οι κυνηγοί να τα μαζέψουν και να τα πάνε στο παζάρι· το περιστέρι, που είχε μείνει νηστικό, τόσο είχε λιγνέψει, που έδωκε μια, πέρασε από τι δίχτυ και φτερούγισε λεύτερο στον αγέρα…Αυτό’ναι το παραμύθι, παιδιά μου. Για σας το δηγήθηκα: Ποιός μπορεί να το ξεδιαλύνει; Εσείς οι γέροι, τι λέτε; Στύψετε το μυαλό σας!
Μα οι γέροι σώπαιναν· πετάχτηκε τότε ο σαραντάπηχος ο φλαμπουριάρης.
– Θες να πεις, θαρρώ, γέροντα, για την πείνα μας· πως αυτή θα μας βοηθήσει να βρούμε τη λευτεριά μας…Είμαστε, θές να πεις, κι εμείς σαν το περιστέρι που νήστευε…Μα παρακάτω δεν καταλαβαίνω…Δεν πάει το μυαλό μου πιο πέρα, και να με συμπαθάς.
– Το βρήκες το σπουδαιότερο, Λουκά, έχε την ευκή μου, είπε ο γέροντας. Να σας ξηγήσω, παιδιά μου, τα παρακάτω. Είχαμε αρχίσει στο πλούσιο το χωριό μας να βαραίνουμε, να πολυτρώμε και να παραφορτώνουμε την ψυχή μας με κρέατα. Ειρήνη, ασφάλεια, καλοπέραση, η σάρκα είχε θρασέψει κι είχε καταπλακώσει την ψυχή.
Λέγαμε: όλα πάνε καλά, δικαιοσύνη βασιλεύει στον κόσμο, κανένας δεν πεινάει, κανένας δεν κρυώνει, κόσμος καλύτερος δεν υπάρχει. Κι ο Θεός μας λυπήθηκε-μας έστειλε τον Τούρκο που μας ξεπάτωσε, μας πέταξε στους πέντε δρόμους, αδικηθήκαμε κι είδαμε πως ο κόσμος είναι γεμάτος αδικίες…
…πεινάσαμε και κρυώσαμε, κι είδαμε πως υπάρχει πείνα και κρύο· και δίπλα από τους ανθρώπους που κρυώνουν και πεινούν-το’δάμε κι αυτό!- άλλοι που τρων τον αβλέμονα, κι είναι πάντα αναμμένα τα τζάκια τους, και βλέπουν τους γυμνούς και πεινασμένους και γελούν.
Μας άνοιξε η συφορά τα μάτια μας, είδαμε· μας άνοιξε η πείνα τα φτερά μας, ξεφύγαμε από το δίχτυ της αδικίας και της καλοπέρασης· είμαστε λεύτεροι! Μπορούμε τώρα ν’αρχίσουμε μιαν καινούργια, πιο τίμια ζωή, δόξα σοι ο Θεός!
Κανένας δε μίλησε· οι γέροι κουνούσαν τα κεφάλια τους, οι γυναίκες δεν έπαψαν το σιγανό τους θρήνο, και μονάχα οι άντρες κοίταζαν στα μάτια το γέροντα κι αναφτεράκιζε μέσα τους η παλικαριά και το πείσμα. Και μονάχα ο φλαμπουριάρης σήκωσε τη φωνή:
– Γέροντα μου, καλός ο λόγος σου, ο Θεός μας λυπήθηκε και μας έστειλε τη συφορά· όμοια μαστιγώνει κι ο καλός καβαλάρης το τεμπέλικο ατι…Μαστίγωσε η συφορά τα αίματα μας, άνοιξε την καρδιά μας, λευτερωθήκαμε. Μα τώρα πως θα βάλουμε κάτω τη συφορά; αυτό να μας πεις· αν δεν τη βάλουμε εμείς κάτω, αυτή θα μας βάλει. Αυτή θα μας φάει, Γέροντα μου! ξεφώνισε και τα μάτια του βούρκωσαν, θυμήθηκε το αγοράκι του, το Γιώργο, που είχε πεθάνει στο δρόμο.
– Θα τη βάλουμε στο ζυγό τη συφορά, μη φοβάσαι, Λουκά μου! του αποκρίθηκε ο παπάς. Θα μπει στη δούλεψη μας, θα το δεις. Δουλειά, υπομονή, αγάπη, να τ’άρματα μας. Έχετε εμπιστοσύνη. Εγω σφαλνώ τα μάτια και βλέπω: σπίτια τριγύρα μου πετροχτισμένα, εκκλησιά με το καμπαναριό της, σκολειό δίπατο με φαρδιάν αυλήν γεμάτη παιδιά, και γύρα από το χωριό περβόλια, αμπέλια και σπαρτά…
Κάμαμε κι όλα αρχή· βρήκαμε ανάμεσα στις πέτρες λιγοστή γης, τη φυτέψαμε· βάλαμε τα ρέμπελα νερά σε αυλάκια· κεντρίσαμε τα αγριόξυλα· αρχίσαμε κιόλα να χτίζουμε…Δυό τρείς καλοί άνθρωποι μένουν ακόμα στο αρχοντοχώρι αυτό, όνομα και πράμα Λυκόβρυση, και μας θυμούνται· πότε ο ένας μας φέρνει όλο το βιός του, τρείς χρυσές λίρες, πότε άλλος μας στέλνει κοφίνια ζωθροφές και πότε μια αμαρτωλή γυναίκα την προβάτα της…
Κι ένας άλλος αμαρτωλός, που πέθανε προχτές, μας θυμήθηκε την ώρα που ψυχομαχούσε και μας κληροδότησε ένα σεντούκι γεμάτο-Ο θεός να συχωρέσει την ψυχή του την αμαρτωλή! Ριζώνουμε, παιδιά μου, πιάνουμε πάλι στο χώμα, θα πετάξουμε πάλι μπόι, έχετε εμπιστοσύνη!
– Θα ξαναρχίσουμε πάλι τα ίδια, γέροντα μου; φώναξε ένα αγριεμένο παλικάρι, μ’ένα κουρέλι στη μέση, χλωμιασμένο από την πείνα. Πάλι τα ίδια, γέροντα μου; Φτού κι απαρχής; Το θυμάσαι καλά, δεν ήταν μονάχα πλούσιοι στο χωριό μας, ήταν και φτωχοί· εμένα η μάνα μου πέθανε της πείνας, την εποχή που το χωριό κολυμπούσε στο λάδι και στο κρασί κι όλοι οι φούρνοι της γειτονιάς ξεφούρνιζαν ψωμί κι η μάνα μου λιγοθυμούσε από τη μυρωδιά…Πάλι τα ίδια το λοιπόν, γέροντα μου; Πάλι πλούσιοι και φτωχοί;
Ο παπα-Φώτης κατέβασε το κεφάλι· κάμποση ώρα έμεινε συλλογισμένος.
– Πέτρο, είπε τέλος, είσαι ντόμπρος και αψύς και μου αρέσεις. Ότι ρωτάς εσύ από μένα, το ρωτώ κι εγώ μέρα νύχτα από το Θεό και τον παρακαλώ να με φωτίσει. «Καινούργια θεμέλια, φωνάζω στο Θεό, θέμε καινούργια θεμέλια, Κύριε, για το καινούργιο χωριό μας. Όχι πια αδικίες· ή όλοι να πεινούν και να κρυώνουν ή όλοι να τρων και να ντύνουνται. Δεν μπορούμε, Κύριε, να βάλουμε δικαιοσύνη στον κόσμο;»
– Και τι σου αποκρίθηκε ο Θεός; ρώτησε ο νέος με τραχιά φωνή.
– Σιγά σιγά, όσο μπορεί το φτωχό μυαλό μου, δέχεται το φως του. Η συφορά-ας είναι καλά! -μας έκανε τώρα όλους ίσους, όλοι γενήκαμε φτωχοί, καμιά γειτόνισσα δεν έχει πια φούρνο να ξεφουρνίσει και δεν μπορεί πια να πέσει στην αμαρτία και να μη δώσει στη γειτόνισσα που πεινάει. Ότι πριν ήταν δύσκολο, να η στιγμή, παιδιά μου, να γίνει! Λευτερώθηκε η ψυχή από τις γεμάτες κοιλιές, μπορεί να πετάξει!
Στράφηκε σ’ένα γέρο, που ακουμπισμένος στο ραβδί του αφουκράζουνταν και κουνούσε το κεφάλι.
– Ποιός μπορούσε εσένα, γέρο-Χαρίλαε, του κάνει, πριν από τρείς μήνες να σου πάρει τ’αμπέλια και τα λιόδεντρα και να τα μοιράσει στους φτωχούς; Θα τα’δίνες;
– Ο Θεός να με συχωρέσει, αποκρίθηκε ο γέρος, ποτέ! Θα’κόβες του λόγου σου και θα μοίαρζες τα χέρια σου, τα πόδια σου, τα πλεμόνια σου στους γειτόνους; Έτσι είχα κι εγώ τις ελιές μου και τ’αμπέλια.
– Μήτε κι η αφεντιά σου δε θ’άνοιγες το σεντούκι σου, γέρο-Παυλή, να μοιράσεις τις λίρες σου στη φτώχεια.
Ένας γέρος αντίκρα στον παπά μάζευε τα φρύδια και δεν αποκρίθηκε· αναστέναξε μονάχα βαριά, γιατί θυμήθηκε τα σεντούκια του.
– Όποιος έχει χώματα, φώναξε αγριεμένος ξαφνικά ο παπα-Φώτης, όποιος έχει χώματα και δέντρα, γίνεται χώμα και δέντρο, χάνει το θεϊκό της πρόσωπο η ψυχή του· όποιος έχει σεντούκι, γίνεται σεντούκι· σεντούκι είχες γίνει, δυστυχισμένε Παυλή, χώμα είχες γίνει, πρίν ακόμα να πεθάνεις, κακομοίρη Χαρίλαε! Μα-δόξα σοι ο Θεός!-γλιτώσαμε! Είδατε επιτέλους και σεις, νοικοκυραίοι μου, τι θα πει γδύμνια και πείνα, καταλάβατε τον πόνο του φτωχού.
– Ναι, αναστέναξε ο γέρο-Παυλής, κατάλαβα.
– Τώρα όλα θα τα βάλουμε κάτω, εξακολούθουσε ο παπα-Φώτης, δεν έχει δικό σου και δικό μου, δεν έχει πια φράχτες και κλειδαριές και σεντούκια· εδώ όλοι θα δουλεύουμε κι όλοι θα τρώμε. Καθένας θα δουλεύει ότι μπορεί, όσο μπορεί· άλλος ψαράς στη Βοϊδομάτα, άλλος κυνηγός, άλλος θα δουλεύει της γης, άλλος θα βόσκει ότι ζωντανό μας πέψει ο Θεός. Αδέρφια είμαστε, μαθές, μια φαμίλια είμαστε, έναν πατέρα έχουμε, το Θεό.
Καινούργια θεμέλια να βάλουμε στη ψυχή μας, φώναζε ο γέροντας απλώνοντας την αγκαλιά του σε όλους, καινούργια θεμέλια, δύσκολο πολύ, βοηθάτε με, αδέρφια! Δουλειά, υπομονή κι αγάπη-και πίστη στο Θεό! Πώς ήταν οι πρώτοι Χριστιανοί; Μαζεύουνταν κάτω σε κατακόμπες, βαθιά στης γης, κι έβαναν καινούργια θεμέλια στον κόσμο.
Τούτες οι σπηλιές, στα σπλάχνα της γης, είναι κι εμάς οι κατακόμπες μας, έχουμε κι εμείς μαζί μας το Χριστό, είδαμε την αδικία, θα βάλουμε τάξη! Μη φοβάσει, Πέτρο, παιδί μου, ξέχασε τα περασμένα, ξορκισμένα να’ναι! Βοηθάτε, όλοι μαζί, καινούργιο κόσμο να φυτέψουμε!»
«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», Νίκος Καζαντζάκης
Thessaloniki Arts and Culture