23 Μαΐου 2020

ΜΑΝΑ
Προς την μητέρα μου (1873)   Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽  ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι  ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.  Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽  ὅπου κι ἂν περάσει, δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει. Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽  ἀφρισμένη,  παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι  κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη. Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽  ἀράξω  μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω. Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω  τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽  ἀγναντέψω.  Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω  κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω. Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου  ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο  εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη  π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει. Κι ἐκείνη μ᾽  ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:  Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ  γεννήθης  ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες  ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.
Α.Παπαδιαμάντης

4 Μαρτίου 2020

ΤΟ ΔΕΞΙ ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ

Αυτό που μας συνδέει με τα πάντα γύρω μας, το σύμπαν και την ανώτερη φύση μας
Ένα πρωινό του Δεκεμβρίου το 1996, η Δρ. Jill Bolte Taylor, νευροανατόμος του Πανεπιστημίου του Harvard, ξύπνησε με ένα οξύ πόνο πίσω από το αριστερό της μάτι.
Σύντομα συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο για συνηθισμένο πονοκέφαλο, αλλά για ένα σπάνιο είδος εγκεφαλικού το οποίο «έκλεινε» σταδιακά τις λειτουργίες του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου της.
Η Δρ. Taylor ανακάλυψε εκείνη τη μέρα, ότι δεν μπορούσε να περπατήσει, να μιλήσει, να διαβάσει, να γράψει, ή να θυμηθεί οποιαδήποτε πληροφορία για τη ζωή της μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ανακάλυψε όμως παράλληλα ένα καινούργιο κόσμο τον οποίο αγνοούσε μέχρι τότε: το άγνωστο κατά κύριο λόγο, δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου της.

1 Μαρτίου 2020

ΑΔΕΛΦΙΑ

Είναι ενδιαφέρον, μερικές φορές παρατηρούμε πως δύο αδέλφια μεγαλωμένα στην ίδια οικογένεια, με τις ίδιες συνθήκες, τις ίδιες αρχές και ανατροφή, καθώς αναπτύσσονται και μεγαλώνουν είναι εντελώς διαφορετικά ως προς τις ροπές τους και κάποια κύρια χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους. Για παράδειγμα, ο ένας αδελφός είναι οξύθυμος, νευρικός και ο άλλος πράος, πιο συγκαταβατικός και ήρεμος.
Ωστόσο, όσο διαφορετικά κι αν είναι αυτά τα αδέρφια-παιδιά, λίγο ή πολύ, κάτι τους ενώνει, τους συνδέει και με το πέρασμα των χρόνων τα αδέρφια-ενήλικες έχουν αναπτύξει την κατανόηση, την ανάγκη για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον, έχουν αναπτύξει την έμπρακτη αγάπη. Είναι σαν δύο μπουμπούκια που με την ανάλογη φροντίδα, εδραιώνουν τις ρίζες τους, μεγαλώνουν και στολίζουν τον κόσμο.

28 Φεβρουαρίου 2020

ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΘΕΜΕΛΙΑ

– Την πιο μεγάλη αλήθεια τη λέμε παραμύθι
Άρχισε σήμερα ο παπα-Φώτης · ένα παραμύθι θα σας πω σήμερα, παιδιά μου, ελάτε πιο κοντά. Ε σεις, γυναίκες που κλαίτε, για σας μιλώ, ζυγώστε!
Ζύγωσαν οι γυναίκες με τα παιδιά τους, κουκούβισαν γύρα του · πίσω τους οι άντρες έμειναν όρθιοι, κι οι γέροι, ακουμπισμένοι στα ραβδιά τους, αφουκράζουνταν.
– Μια φορά κι έναν καιρό, άρχισε ο παπα-Φώτης, βγήκαν δυο πουλολόγοι σ’ένα βουνό κι έστησαν τα δίχτυα τους · τ’απλωσαν, και την άλλη μέρα το πρωί πήγαν, και τι να δουν; τα δίχτυα ήταν γεμάτα αγριοπερίστερα. Χιμούσαν τα κακόμοιρα απελπισμένα να ξεφύγουν, μα τα μάτια του διχτυού ήταν στενά πολύ, που να περάσουν!
Σωριάστηκαν το λοιπόν όλα μαζί τρεμάμενα και περίμεναν. «Πετσί και κόκαλο είναι τ’άτιμα, είπε ο ένας κυνηγός, πως θα τα πουλήσουμε στο παζάρι;- Ας τα ταϊσουμε καλά μερικές μέρες, να παχύνουν», είπε ο άλλος.
Τους έριξαν μπόλιο τάιστρο, τους έβαλαν και νερό, ρίχτηκαν τα περιστέρια να τρων και να πίνουν · ένα μονάχα δε θέλησε να φάει, έμεινε νηστικό· τις άλλες μέρες, καινούργιο τάιστρο· τα περιστέρια άρχιζαν κάθε μέρα και πάχαιναν, και μονάχα το ένα λίγνευε κι όλο και μάχουνταν να περάσει από το δίχτυ.
Ώσπου μια μέρα ήρθαν οι κυνηγοί να τα μαζέψουν και να τα πάνε στο παζάρι· το περιστέρι, που είχε μείνει νηστικό, τόσο είχε λιγνέψει, που έδωκε μια, πέρασε από τι δίχτυ και φτερούγισε λεύτερο  στον αγέρα…Αυτό’ναι το παραμύθι, παιδιά μου. Για σας το δηγήθηκα: Ποιός μπορεί να το ξεδιαλύνει; Εσείς οι γέροι, τι λέτε; Στύψετε το μυαλό σας!
Μα οι γέροι σώπαιναν· πετάχτηκε τότε ο σαραντάπηχος ο φλαμπουριάρης.
– Θες να πεις, θαρρώ, γέροντα, για την πείνα μας· πως αυτή θα μας βοηθήσει να βρούμε τη λευτεριά μας…Είμαστε, θές να πεις, κι εμείς σαν το περιστέρι που νήστευε…Μα παρακάτω δεν καταλαβαίνω…Δεν πάει το μυαλό μου πιο πέρα, και να με συμπαθάς.
– Το βρήκες το σπουδαιότερο, Λουκά, έχε την ευκή μου, είπε ο γέροντας. Να σας ξηγήσω, παιδιά μου, τα παρακάτω. Είχαμε αρχίσει στο πλούσιο το χωριό μας να βαραίνουμε, να πολυτρώμε και να παραφορτώνουμε την ψυχή μας με κρέατα. Ειρήνη, ασφάλεια, καλοπέραση, η σάρκα είχε θρασέψει κι είχε καταπλακώσει την ψυχή.
Λέγαμε: όλα πάνε καλά, δικαιοσύνη βασιλεύει στον κόσμο, κανένας δεν πεινάει, κανένας δεν κρυώνει, κόσμος καλύτερος δεν υπάρχει. Κι ο Θεός μας λυπήθηκε-μας έστειλε τον Τούρκο που μας ξεπάτωσε, μας πέταξε στους πέντε δρόμους, αδικηθήκαμε κι είδαμε πως ο κόσμος είναι γεμάτος αδικίες…
…πεινάσαμε και κρυώσαμε, κι είδαμε πως υπάρχει πείνα και κρύο· και δίπλα από τους ανθρώπους που κρυώνουν και πεινούν-το’δάμε κι αυτό!- άλλοι που τρων τον αβλέμονα, κι είναι πάντα αναμμένα τα τζάκια τους, και βλέπουν τους γυμνούς και πεινασμένους και γελούν.
Μας άνοιξε η συφορά τα μάτια μας, είδαμε· μας άνοιξε η πείνα τα φτερά μας, ξεφύγαμε από το δίχτυ της αδικίας και της καλοπέρασης· είμαστε λεύτεροι! Μπορούμε τώρα ν’αρχίσουμε μιαν καινούργια, πιο τίμια ζωή, δόξα σοι ο Θεός!
Κανένας δε μίλησε· οι γέροι κουνούσαν τα κεφάλια τους, οι γυναίκες δεν έπαψαν το σιγανό τους θρήνο, και μονάχα οι άντρες κοίταζαν στα μάτια το γέροντα κι αναφτεράκιζε μέσα τους η παλικαριά και το πείσμα. Και μονάχα ο φλαμπουριάρης σήκωσε τη φωνή:
– Γέροντα μου, καλός ο λόγος σου, ο Θεός μας λυπήθηκε και μας έστειλε τη συφορά· όμοια μαστιγώνει κι ο καλός καβαλάρης το τεμπέλικο ατι…Μαστίγωσε η συφορά τα αίματα μας, άνοιξε την καρδιά μας, λευτερωθήκαμε. Μα τώρα πως θα βάλουμε κάτω τη συφορά; αυτό να μας πεις· αν δεν τη βάλουμε εμείς κάτω, αυτή θα μας βάλει. Αυτή θα μας φάει, Γέροντα μου! ξεφώνισε και τα μάτια του βούρκωσαν, θυμήθηκε το αγοράκι του, το Γιώργο, που είχε πεθάνει στο δρόμο.
– Θα τη βάλουμε στο ζυγό τη συφορά, μη φοβάσαι, Λουκά μου! του αποκρίθηκε ο παπάς. Θα μπει στη δούλεψη μας, θα το δεις. Δουλειά, υπομονή, αγάπη, να τ’άρματα μας. Έχετε εμπιστοσύνη. Εγω σφαλνώ τα μάτια και βλέπω: σπίτια τριγύρα μου πετροχτισμένα, εκκλησιά με το καμπαναριό της, σκολειό δίπατο με φαρδιάν αυλήν γεμάτη παιδιά, και γύρα από το χωριό περβόλια, αμπέλια και σπαρτά…
Κάμαμε κι όλα αρχή· βρήκαμε ανάμεσα στις πέτρες λιγοστή γης, τη φυτέψαμε· βάλαμε τα ρέμπελα νερά σε αυλάκια· κεντρίσαμε τα αγριόξυλα· αρχίσαμε κιόλα να χτίζουμε…Δυό τρείς καλοί άνθρωποι μένουν ακόμα στο αρχοντοχώρι αυτό, όνομα και πράμα Λυκόβρυση, και μας θυμούνται· πότε ο ένας μας φέρνει όλο το βιός του, τρείς χρυσές λίρες, πότε άλλος μας στέλνει κοφίνια ζωθροφές και πότε μια αμαρτωλή γυναίκα την προβάτα της…
Κι ένας άλλος αμαρτωλός, που πέθανε προχτές, μας θυμήθηκε την ώρα που ψυχομαχούσε και μας κληροδότησε ένα σεντούκι γεμάτο-Ο θεός να συχωρέσει την ψυχή του την αμαρτωλή! Ριζώνουμε, παιδιά μου, πιάνουμε πάλι στο χώμα, θα πετάξουμε πάλι μπόι, έχετε εμπιστοσύνη!
– Θα ξαναρχίσουμε πάλι τα ίδια, γέροντα μου; φώναξε ένα αγριεμένο παλικάρι, μ’ένα κουρέλι στη μέση, χλωμιασμένο από την πείνα. Πάλι τα ίδια, γέροντα μου; Φτού κι απαρχής; Το θυμάσαι καλά, δεν ήταν μονάχα πλούσιοι στο χωριό μας, ήταν και φτωχοί· εμένα η μάνα μου πέθανε της πείνας, την εποχή που το χωριό κολυμπούσε στο λάδι και στο κρασί κι όλοι οι φούρνοι της γειτονιάς ξεφούρνιζαν ψωμί κι η μάνα μου λιγοθυμούσε από τη μυρωδιά…Πάλι τα ίδια το λοιπόν, γέροντα μου; Πάλι πλούσιοι και φτωχοί;
Ο παπα-Φώτης κατέβασε το κεφάλι· κάμποση ώρα έμεινε συλλογισμένος.
– Πέτρο, είπε τέλος, είσαι ντόμπρος και αψύς και μου αρέσεις. Ότι ρωτάς εσύ από μένα, το ρωτώ κι εγώ μέρα νύχτα από το Θεό και τον παρακαλώ να με φωτίσει. «Καινούργια θεμέλια, φωνάζω στο Θεό, θέμε καινούργια θεμέλια, Κύριε, για το καινούργιο χωριό μας. Όχι πια αδικίες· ή όλοι να πεινούν και να κρυώνουν ή όλοι να τρων και να ντύνουνται. Δεν μπορούμε, Κύριε, να βάλουμε δικαιοσύνη στον κόσμο;»
– Και τι σου αποκρίθηκε ο Θεός; ρώτησε ο νέος με τραχιά φωνή.
– Σιγά σιγά, όσο μπορεί το φτωχό μυαλό μου, δέχεται το φως του. Η συφορά-ας είναι καλά! -μας έκανε τώρα όλους ίσους, όλοι γενήκαμε φτωχοί, καμιά γειτόνισσα δεν έχει πια φούρνο να ξεφουρνίσει και δεν μπορεί πια να πέσει στην αμαρτία και να μη δώσει στη γειτόνισσα που πεινάει. Ότι πριν ήταν δύσκολο, να η στιγμή, παιδιά μου, να γίνει! Λευτερώθηκε η ψυχή από τις γεμάτες κοιλιές, μπορεί να πετάξει!
Στράφηκε σ’ένα γέρο, που ακουμπισμένος στο ραβδί του αφουκράζουνταν και κουνούσε το κεφάλι.
– Ποιός μπορούσε εσένα, γέρο-Χαρίλαε, του κάνει, πριν από τρείς μήνες να σου πάρει τ’αμπέλια και τα λιόδεντρα και να τα μοιράσει στους φτωχούς; Θα τα’δίνες;
– Ο Θεός να με συχωρέσει, αποκρίθηκε ο γέρος, ποτέ! Θα’κόβες του λόγου σου και θα μοίαρζες τα χέρια σου, τα πόδια σου, τα πλεμόνια σου στους γειτόνους; Έτσι είχα κι εγώ τις ελιές μου και τ’αμπέλια.
– Μήτε κι η αφεντιά σου δε θ’άνοιγες το σεντούκι σου, γέρο-Παυλή, να μοιράσεις τις λίρες σου στη φτώχεια.
Ένας γέρος αντίκρα στον παπά μάζευε τα φρύδια και δεν αποκρίθηκε· αναστέναξε μονάχα βαριά, γιατί θυμήθηκε τα σεντούκια του.
– Όποιος έχει χώματα, φώναξε αγριεμένος ξαφνικά ο παπα-Φώτης, όποιος έχει χώματα και δέντρα, γίνεται χώμα και δέντρο, χάνει το θεϊκό της πρόσωπο η ψυχή του· όποιος έχει σεντούκι, γίνεται σεντούκι· σεντούκι είχες γίνει, δυστυχισμένε Παυλή, χώμα είχες γίνει, πρίν ακόμα να πεθάνεις, κακομοίρη Χαρίλαε! Μα-δόξα σοι ο Θεός!-γλιτώσαμε! Είδατε επιτέλους και σεις, νοικοκυραίοι μου, τι θα πει γδύμνια και πείνα, καταλάβατε τον πόνο του φτωχού.
– Ναι, αναστέναξε ο γέρο-Παυλής, κατάλαβα.
– Τώρα όλα θα τα βάλουμε κάτω, εξακολούθουσε ο παπα-Φώτης, δεν έχει δικό σου και δικό μου, δεν έχει πια φράχτες και κλειδαριές και σεντούκια· εδώ όλοι θα δουλεύουμε κι όλοι θα τρώμε. Καθένας θα δουλεύει ότι μπορεί, όσο μπορεί· άλλος ψαράς στη Βοϊδομάτα, άλλος κυνηγός, άλλος θα δουλεύει της γης, άλλος θα βόσκει ότι ζωντανό μας πέψει ο Θεός. Αδέρφια είμαστε, μαθές, μια φαμίλια είμαστε, έναν πατέρα έχουμε, το Θεό.
Καινούργια θεμέλια να βάλουμε στη ψυχή μας, φώναζε ο γέροντας απλώνοντας την αγκαλιά του σε όλους, καινούργια θεμέλια, δύσκολο πολύ, βοηθάτε με, αδέρφια! Δουλειά, υπομονή κι αγάπη-και πίστη στο Θεό! Πώς ήταν οι πρώτοι Χριστιανοί; Μαζεύουνταν κάτω σε κατακόμπες, βαθιά στης γης, κι έβαναν καινούργια θεμέλια στον κόσμο.
Τούτες οι σπηλιές, στα σπλάχνα της γης, είναι κι εμάς οι κατακόμπες μας, έχουμε κι εμείς μαζί μας το Χριστό, είδαμε την αδικία, θα βάλουμε τάξη! Μη φοβάσει, Πέτρο, παιδί μου, ξέχασε τα περασμένα, ξορκισμένα να’ναι! Βοηθάτε, όλοι μαζί, καινούργιο κόσμο να φυτέψουμε!»
 
«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», Νίκος Καζαντζάκης
Thessaloniki Arts and Culture 

27 Φεβρουαρίου 2020

Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΤΙΜΙΟΤΗΤΑΣ

Η τιμιότητα είναι μια υπέρτατη αξία. Το ίδιο και η προκοπή, η εργατικότητα. Ίσως ξεχασμένες στις μέρες μας, συχνά-πυκνά τις αγνοούμε, προκρίνοντας οφέλη για εμάς εις βάρος των άλλων… Κάπου εδώ τα διδάγματα των μύθων έρχονται να μας υπενθυμίσουν τις αξίες αυτές μέσα από ωραίες και απλές ιστορίες…
Ήταν κάποτε ένας ξυλοκόπος που κάθε μέρα πήγαινε στο δάσος με το τσεκούρι του, έκοβε ξύλα κι έτσι ζούσε την οικογένειά του. Μια μέρα, καθώς έκοβε ένα δέντρο στην όχθη του ποταμού, το τσεκούρι του γλίστρησε απ’ τα χέρια του κι έπεσε μέσα στο ποτάμι. Απελπισμένος, ο ξυλοκόπος κάθισε δίπλα στην όχθη κι έκλαιγε για το χαμένο του τσεκούρι. Πώς θα ζούσε τώρα την οικογένειά του;
Το ποτάμι, όμως, ήταν αφιερωμένο στο θεό Ερμή. Έτσι ο Ερμής λυπήθηκε τον ξυλοκόπο και ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του και τον ρώτησε γιατί έκλαιγε. Όταν άκουσε τι του είχε συμβεί και ήταν τόσο αναστατωμένος, έκανε βουτιά στο ποτάμι και έβγαλε μέσα απ΄ το νερό ένα χρυσό τσεκούρι. Το έδειξε στον ξυλοκόπο και τον ρώτησε:
«Είναι αυτό το τσεκούρι σου;»
«Όχι, αυτό δεν είναι δικό μου», απάντησε ο ξυλοκόπος.
Έτσι ο Ερμής βούτηξε ξανά και αυτή τη φορά έβγαλε ένα ασημένιο τσεκούρι.
«Μήπως είναι αυτό;» τον ρώτησε.
«Όχι», απάντησε ξανά ο ξυλοκόπος.
Μπήκε, λοιπόν, για τρίτη φορά στο νερό ο Ερμής κι έφερε το χαμένο τσεκούρι.
«Ω! Σ΄ ευχαριστώ! Αυτό είναι το τσεκούρι μου!» φώναξε με χαρά ο ξυλοκόπος.
Και ο Ερμής τόσο πολύ ευχαριστήθηκε με την τιμιότητα αυτού του ανθρώπου, που του έκανε δώρο και το χρυσό και το ασημένιο τσεκούρι.
Τόσο απλά μοιάζει να ήταν κάποτε τα πράγματα…

24 Φεβρουαρίου 2020

ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΝΤΡΩΝ

Είναι πραγματικά δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά αν γνωρίζει πως αρέσει σε κάποιον, εκτός κι αν αυτός ο κάποιος του το πει ευθέως. Επειδή, όμως, κανείς δεν φαίνεται να είναι ειλικρινής με τα ρομαντικά του αισθήματα στη σημερινή εποχή, πρέπει να ψάχνουμε για σημάδια που να μας δείχνουν τι αισθάνεται ο άλλος.
Ακολουθεί μια λίστα με 9 πράγματα που κάνουν οι άντρες, όταν είναι κρυφά ερωτευμένοι μαζί σου …

1. Τηρεί τις υποσχέσεις του
Εάν για παράδειγμα, είχατε κανονίσει να βγείτε για ποτά την Παρασκευή και το θυμάται ακόμα, χωρίς να το ακυρώσει, πάει να πει πως τον ενδιαφέρει πολύ το να σε δει. Εάν μετά το ραντεβού δε, σου ζητήσει να ξαναβρεθείτε, το σημάδι είναι σίγουρο.

2. Φέρεται ευγενικά
Εάν η συμπεριφορά του είναι αυτή που θα έκανε τους δικούς σου να λένε «φαίνεται καλό παιδί», είμαστε σε καλό δρόμο. Ειδικά, εάν παρατηρείς πως δε φέρεται σε όλους τόσο γλυκά.

3. Ξεκινάει συζητήσεις
Ανάμεσα σε παρέα, θα βρει τον τρόπο να ανοίξει συζήτηση μαζί σου, κάνοντας προσπάθεια να μάθει όσο το δυνατόν πιο πολλά για σένα και τη ζωή σου.

4. Θέλει να μάθει αν βγαίνεις με κάποιον
Αυτός που ενδιαφέρεται θα θέλει να γνωρίζει εάν βγαίνεις με κάποιον αυτή την περίοδο και πιθανόν, να σου ζητήσει να δει φωτογραφία του. Η σύγκριση δεν είναι μόνο γυναικεία υπόθεση.

5. Χρησιμοποιούν emoji
Μπορεί να σου φαίνεται γελοίο, αλλά γενικά οι άντρες δε χρησιμοποιούν emojis. Εάν, λοιπόν, παρατηρήσεις πως στα μεταξύ σας μηνύματα υπάρχουν σε αφθονία, είναι ένα πολύ καλό σημάδι.

6. Σου κάνει κομπλιμέντα
Αυτός που είναι ερωτευμένος μαζί σου, θέλει να σε κάνει να νιώθεις όμορφα και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Γι’ αυτό θα σου κάνει κομπλιμέντα, εάν κάνεις μια αλλαγή στα μαλλιά σου ή αν μια μέρα φορέσεις κάτι πιο αποκαλυπτικό.

7. Στέλνει αναπάντεχα μηνύματα
Σίγουρα το να σου στέλνει κάποιος, ενώ δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, έτσι απλά για να δει που είσαι ή τι κάνεις, είναι ένα από τα βασικότερα «μηνύματα» ότι έχει παραπάνω ενδιαφέρον για σένα.

8. Σε πειράζει
Θυμάσαι στο σχολείο που τα αγοράκια για να σου δείξουν την αγάπη τους, σου πείραζαν τα μαλλιά ή σε χτυπούσαν; Αυτό το τροπάριο δε σταματάει με τα χρόνια, απλά γίνεται πιο …ανώδυνο!

9. Μιλάει για το σeξ
Το ότι σε έχει ερωτευτεί δε σημαίνει πως παύει να είναι άντρας και να σκέφτεται συνεχώς το σeξ. Μιλώντας γι΄αυτό μαζί σου, ελπίζει στο να γίνει πράξη.

22 Φεβρουαρίου 2020

ΔΙΑΛΕΓΟΥΜΕ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΜΟΙΑΖΟΥΜΕ

Μα γιατί ερωτευόμαστε;
-Συνήθως οι λόγοι που επικαλούμαστε για να εξηγήσουμε γιατί ερωτευτήκαμε ή και παντρευτήκαμε τον άνθρωπο που είναι δίπλα μας είναι προφανείς και κατανοητοί από το κοινωνικό πλαίσιο: ο χαρακτήρας, η μόρφωση, η εξωτερική εμφάνιση, η σεξουαλική επαφή, λόγοι οικονομικοί ή και κοινωνικοί.
Οι βαθύτεροι όμως λόγοι είναι καλά κρυμμένοι μέσα μας. Η επιλογή συντρόφου την οποία εμείς οι ψυχαναλυτές ονομάζουμε ανακλητική είναι η ωριμότερη, αυτή που οδηγεί στο μικρό ποσοστό του 10 με 20% που είναι οι ευτυχισμένοι γάμοι. εξηγεί ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής κ. Ματθαίος Γιωσαφάτ, ειδικός σε θέματα γάμου και οικογενειακής θεραπείας.
Τι σημαίνει αυτό; Όταν έχουμε μια καλή μαμά και περάσουμε καλά, μαθαίνουμε να συγχωρούμε και τα ελαττώματά της, όπως ένας ώριμος άνθρωπος. Αποδεχόμαστε λοιπόν και τα ελαττώματα του συντρόφου μας και φτιάχνουμε μια καλή σχέση. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε περάσει ομαλά και το οιδιπόδειο, δεν έχουμε μεγάλο άγχος αποχωρισμού, προδοσίας.

20 Φεβρουαρίου 2020

ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΑΣ

Το «για πάντα», δεν παντρεύτηκε ποτέ με το «μαζί». Είμαστε σήμερα εδώ και ζούμε το τώρα, βιώνουμε τις στιγμές και τις μοιραζόμαστε.
Σε αυτό το σημείο όμως, μας έφερε το παρελθόν μας. Μας έφεραν οι επιλογές μας. Καλές και κακές. Έξυπνες και χαζές. Όλες. Μας έφεραν αμέτρητες υποσχέσεις για «μαζί» και «για πάντα». Λέξεις ειπωμένες με τόση αληθοφάνεια, που κι η ψυχή ακόμα τις δέχτηκε, όσο κι αν το μυαλό τις αναγνώριζε και τις απέρριπτε. Κάθε απόφαση ήταν κι ένα βήμα προς το σημείο που στεκόμαστε τώρα.