Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΗΜΕΡΑ, ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ;
Στην Ελλάδα σήμερα διακρίνουμε δύο συμπτώματα: α) μειωμένη ικανότητα της γλώσσας ν’ ανταποκριθεί στις πολλαπλασιαζόμενες νέες ανάγκες, να δώσει στις παλαιές λέξεις και νέες σημασίες, να παραγάγει απ’ τις υπάρχουσες και άλλες, να πλάσει καινούργιες ή, τέλος, ν’ αφομοιώσει, εξελληνίζοντας, ξένες· β) συνεχή και διευρυνόμενη διείσδυση και παρεμβολή της ξένης μέσα στη δική μας που δείχνει να την εκτοπίζει. Φυσικά, δεν είναι τα μόνα· είναι όμως τα πιο έκδηλα μιας απειλής που αρχίζει να διαγράφεται σαφέστατα: η ελληνική γλώσσα φαίνεται σα να υποχωρεί μέσα στην ίδια τη Χώρα, σα να εγκαταλείπεται από μας τους ίδιους.
Η γλώσσα μας και οι επιστήμονες Σήμερα, τα επιστημονικά-τεχνικά επιτεύγματα επηρεάζουν όλο και περισσότερο, σχεδόν καθορίζουν, το ρυθμό και τη μορφή της καθημερινής ζωής μας. Συνακόλουθα γίνεται όλο και πιο αναγκαία η συμμετοχή επιστημονικά καταρτισμένων στελεχών σε όλους σχεδόν τους τομείς κοινωνικής δραστηριότητας – κρατικής και ιδιωτικής. ο αριθμός τους πολλαπλασιάζεται, ο κοινωνικός ρόλος τους γίνεται αποφασιστικά σημαντικός. Είναι οι μηχανικοί, οι φυσικοί και χημικοί, οι οικονομολόγοι, οι επιστημονικά καταρτισμένοι λογιστές, τα στελέχη τα κατάλληλα για τη σύγχρονη αντίληψη και τις μεθόδους διοίκησης των επιχειρήσεων. Και είναι αυτοί πού πληροφορούνται και υποδέχονται, μεταφέρουν ύστερα στο κοινωνικό σύνολο, τις νέες γνώσεις και πληροφορίες, τις νέες μεθόδους, τα νέα προϊόντα, τις νέες έννοιες, τους νέους τομείς επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας. Όλα τούτα περνούν μέσ’ απ’ τη δική τους εξειδικευμένη κατάρτιση και διανοητική εργασία, κι ύστερα μεταδίδονται σ’ εμάς τους πολλούς.
Σε ποια γλώσσα όμως; Θα έπρεπε στη γλώσσα της μιας εθνικής κοινότητας οπού ανήκομε και εκείνοι και εμείς, σε γλώσσα δηλαδή που εξελίσσεται και διαμορφώνεται σαν ενιαίο σύστημα γραπτού και προφορικού λόγου. Όμως, ενιαίο γλωσσικό σύστημα δεν έχομε και όσοι δεχόμαστε πως η γλώσσα είναι ένα με τη σκέψη, πρέπει να παραδεχτούμε πως, αφού η γλώσσα του Έλληνα επιστήμονα είναι διασπασμένη, είναι και η σκέψη του… Όταν, λοιπόν, ο επιστήμονας δέχεται τον σύγχρονο καταιγισμό από νέες πληροφορίες, μεθόδους, προϊόντα, και μαζί τους τις αντίστοιχες νέες λέξεις και όρους, η κατάσταση της εθνικής του γλώσσας καλλιεργεί αυτό που ο Γιώργος Θεοτοκάς χαρακτήρισε “αοριστία του νου”, που κάνει “τα πράγματα να ξεφεύγουν, τα όριά τους να είναι θολά, η ουσία τους ακαταστάλαχτη”, τότε, η αυθόρμητη διέξοδος βρίσκεται στην αυτούσια μεταφορά του ξένου όρου. Την ξεκινά και την καθιερώνει με τον προφορικό λόγο γιατί η ξένη λέξη προσφέρει διέξοδο στην αβεβαιότητα και αμηχανία. Ύστερα, ή μεταφέρεται έτσι ξενόγλωσσα και στο γραπτό, ή επιχειρείται μια λεκτική μεταγλώττιση στην ελληνική. Γλώσσα όμως παραμένει, βασικά, εκείνη πού μιλιέται. Η μεταγλώττιση στη γραπτή ελληνική σπανίως αποδίδει την ουσία προϋπάρχει η παραίτηση απ’ την προσπάθεια να ενταχθεί αυτή η ουσία σε μια δόμηση ελληνικής γλώσσας, άρα και σκέψης, γιατί με τον προφορικό λόγο έχομε αποδεχθεί: και τη δική μας αδυναμία, και το βόλεμα με τη χρήση της ξένης.
Δυο σύγχρονοι αμερικανοί φιλόσοφοι, οι J. Fodor και J. Katj, γράφουν πως “δεν κατέχει κανείς μια γλώσσα όταν μόνο μπορεί να μιμείται προτάσεις που έχει ακούσει από πριν, άλλα τότε μόνο όταν μπορεί να κατανοεί και να παράγει προτάσεις που δεν έχει από πριν ποτέ του ακούσει”(“Δευκαλίων” 1969 -1). Η γλώσσα που λιγότερο μπορούν να κατέχουν σήμερα οι Έλληνες επιστήμονες είναι η ελληνική. Έτσι, φτάσαμε να διαβάζομε για το Marketing για τα Data, για τα Quota για τα Compilers ή, ακόμα, να μας προσφέρεται στο γραπτό λόγο μια αντίστροφη επεξήγηση: ελληνική λεκτική απόδοση και δίπλα, μέσα σε παρένθεση, η πρωτότυπη ξενική διατύπωση. επεξηγούμε τα ελληνικά χρησιμοποιώντας τα ξένα.
Από τις ξένες λέξεις, όσες είναι το ντύμα χειροπιαστών επινοημάτων που μπαίνουν στην καθημερινή ζωή, αυτές περνάνε και στο λαό. Άλλες, που ανταποκρίνονται σε αφηρημένες έννοιες, σε μεθόδους, σε νέους κλάδους της επιστήμης, κυκλοφορούν γύρω μας σα σύμβολα ενός νέου ιερατείου. Κι ο μέσος Έλληνας, ιδιαίτερα ο νέος, αντιλαμβάνεται πως, για να προσεγγίσει τα Marketing, τα Data και τα Compilers και να επικοινωνήσει μ’ αυτό το καινούργιο ιερατείο και τις γνώσεις πού κρατά, χρειάζεται μιαν άλλη γλώσσα. η δική του τού είναι ανεπαρκής.
Η γλώσσα μας δεν αφομοιώνει πια Θα παρατηρηθεί ίσως, πως ό,τι συμβαίνει εδώ με τις ξένες λέξεις που ανταποκρίνονται σε καινούργια πράγματα ή έννοιες, συμβαίνει και στη Δυτική Ευρώπη — όχι φυσικά στην ίδια έκταση. Χρησιμοποιούν και οι Γάλλοι π.χ. το Marketing, όπως έχουν εισαγάγει και το Leader. Μόνο πως εκεί, η αφομοίωση μέσ’ απ’ τον προφορικό και το γραπτό λόγο είναι ευχερής. Γιατί οι γλώσσες τους είναι όλες λατινογενείς, το αλφάβητο κοινό, η οπτική προσέγγιση οικεία και, γι’ αυτούς τους λόγους, ευχερής η αφομοίωση κατά την προσφορά. η ξένη λέξη ενσωματώνεται στη ντόπια λαλιά. Εδώ όμως, το σημειώσαμε, διατηρείται τώρα ξένη γραφή, επιχειρείται η διατήρηση και της ξένης προφοράς (μάλιστα η τελευταία ελέγχεται από μερικούς γλωσσομαθείς μας πολύ αυστηρά). Η διείσδυση της ξένης γλώσσας λοιπόν αλλοιώνει τη δική μας κατά τη φυσιογνωμία και αυτή η αλλοίωση, δηλαδή η νόθευση της φυσιογνωμίας της γλώσσας μας, απειλεί και την εθνική μας φυσιογνωμία. Πράγμα πολύ σημαντικό, για όσους βέβαια ενδιαφέρονται ουσιαστικά για την ελληνικότητα του λαού μας και του τόπου μας.
Η επεκτεινόμενη επικοινωνία μας με τον έξω κόσμο, ιδιαίτερα τον Δυτικό, ο πολλαπλασιασμός του αριθμού των νέων που τρέπονται προς ανώτερες σπουδές, οι νέοι τομείς πού ανοίγει η ανάπτυξη των επιστημών και η γενική –ακριβέστερα αόριστη– αίσθηση πως κάτι αλλάζει στις αντιλήψεις και μεθόδους διδασκαλίας, βρήκαν τον Τόπο απαράσκευο, ανάμεσα σ’ άλλα, στην Παιδεία και, σ’ αδιάσπαστη συνάρτηση μ’ αυτή, και στη Γλώσσα. Είναι η ίδια πάλι κοινή αφετηρία, απ’ όπου ξεκινά ακόμα μια διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνο που συνέβαινε χτες και σ’ αυτό που παρατηρείται σήμερα.
Άλλοτε, οι γονείς προετοίμαζαν τα παιδιά τους για ανώτερες σπουδές που θα παρακολουθούσαν στα ελληνικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οι σπουδές στο Εξωτερικό αποτελούσαν χρήσιμο μεταπτυχιακό συμπλήρωμα, περισσότερο για ειδίκευση. το ποσοστό πού συνέχιζε μ’ αυτές ήταν περιορισμένο.
Σήμερα, χιλιάδες οικογένειες παρασκευάζουν τα παιδιά τους να ξεκινήσουν τις πανεπιστημιακές σπουδές τους στο Εξωτερικό. Μαζί με άλλες συνέπειες αυτού του φαινομένου, διαπιστώνεται και τούτη: η εκμάθηση της ξένης γλώσσας δεν είναι πια μέσο για περισσότερη μόρφωση, για μιαν αμεσότερη επικοινωνία με τους πνευματικούς θησαυρούς και τα επιτεύγματα άλλων λαών, ή έστω για πρόσθετες πρακτικές ανάγκες του επαγγελματικού βίου. Στη συνείδηση και στην κρίση του νέου Έλληνα και των γονιών του, η ξένη γλώσσα προβάλλει τώρα σαν το αναγκαίο, το βασικό όργανο της επιστημονικής του κατάρτισης από τα πρώτα της βήματα. Έτσι, ο νέος που απ’ το Γυμνάσιο προγραμματίζει ανώτερες σπουδές στο Εξωτερικό τοποθετεί πρώτη, στην κρίση του και στη συνείδηση του, την ξένη γλώσσα. τη δική του την εκτιμά σα δευτερότερη. Κάτι χειρότερο: η τέλεια εκμάθηση του φαίνεται αναγκαία για την ξένη γλώσσα. η δική του τού χρειάζεται μόνο για να συνεννοείται ενώ, για να μορφωθεί και να σταδιοδρομήσει, του χρειάζεται η άλλη.
Ο κίνδυνος, σαν επερχόμενος, είχε επισημανθεί σχετικά έγκαιρα. Το Μάρτιο του 1964 ο Ευάγγελος Παπανούτσος έλεγε: “Λέμε συνήθως, ή ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Κοινή Αγορά κλπ.) πόσο ευεργετική θα είναι, ή τι κινδύνους κλείνει μέσα της κ.λπ., αλλά δεν έχομε, νομίζω, πολλοί συνειδητοποιήσει το τι μας περιμένει απ’ αυτή την ένταξη, εάν δεν λύσομε μερικά βασικά προβλήματα της εθνικής μας ζωής. Εδώ, όπως γεμίσαμε κάποτε, και γεμίζομε, από ξένα εμπορικά γραφεία, από βιομηχανίες, που αντιπροσωπεύουν εργοστάσια εξωτερικού, από τουριστικά γραφεία, από Τράπεζες, θα χρειαστεί να έχομε μια γλώσσα ζωντανή, εθνική, ώστε μαζί με αυτή τη γλώσσα να διατηρήσομε την εθνική μας συνείδηση και υπόσταση. Διαφορετικά μας περιμένει ο Φραγκολεβαντινισμός: θα αρχίσομε να μιλάμε τα Γαλλικά, τα Αγγλικά ή τα Γερμανικά, να τα γράφομε, να τα απαιτούμε και να μιλούμε την Ελληνική μονάχα στο σπίτι με τους γεροντότερους ή με τις υπηρέτριές μας...”.
Σήμερα ο κίνδυνος δεν έρχεται πια αλλά άρχισε να φτάνει και ν’ απλώνεται. Είναι, ίσως, σύμπτωμα μιας βαθύτερης εθνικής κρίσης; Το 1922, ο Δημήτρης Γληνός (“Γλώσσα και Έθνος”) έγραφε: “Λαοί που δεν έχουν συνείδηση του εγώ των και αυτοπεποίθηση λατρεύουν κάθε τι το ξένο και το μεταφέρουν αυτούσιο στον εαυτό τους”. Εμείς αρχίσαμε να μεταφέρομε αυτούσια και την ξένη γλώσσα, αφού σπάσαμε τη δική μας, της ανοίξαμε τα ρήγματα, την κατακερματίσαμε. Τη συνείδησή μας δεν την έχομε χάσει (ακόμα). τι γίνεται όμως με την αυτοπεποίθησή μας;