Η δύσκολη ζωή και το βραχώδες περιβάλλον του ορεινού συμπλέγματος του Γράμμου οδήγησαν τους κατοίκους της περιοχής σε τεχνικές δραστηριότητες. Τα χωριά αυτά ανέδειξαν ως επί το πλείστον μαστόρους πέτρας, ξύλου, λαϊκούς ζωγράφους και άλλους, συναφών ειδικοτήτων με τηv οικοδομή και τη διακόσμηση. Οι τεχνίτες εργάζονταν οργανωμένοι σε ομάδες (μπουλούκια ή σινάφια – ισνάγια κουδαραίων μαστόρων, που απαρτίζονταν από αδελφοξαδέρφια και από γνωστούς και συντοπίτες και οι οποίοι δημιούργησαν για τις ανάγκες τους τη δική τους συνθηματική γλώσσα, τα Κουδαρίτικα (ή Μαστόρικα, από το κούδαρος= Μάστορας), τηv πιο πλούσια από τις ελληνικές συνθηματικές γλώσσες. Η φήμη τους στο χτίσιμο και τη διακόσμηση της πέτρας πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τηv Ελλάδα, αλλά και εκτός αυτής. Έτσι, αρκετοί ήταν εκείνοι που ξενιτεύθηκαν στη Βλαχία, στην Αίγυπτο, στο Σουδάν, στην Περσία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αμερική κ.α., κατασκευάζοντας κάθε είδους κτίρια: γεφύρια, σχολεία, εκκλησίες, τζαμιά, χαμάμ, ιδιωτικά και δημόσια κτίρια, μύλους, ελαιοτριβεία, φράγματα, στοές υπογείων σιδηροδρόμων και κάθε είδους κατασκευή που απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση στη χρήση της πέτρας, καθώς το σκυρόδεμα δεν ήταν ακόμα σε χρήση.
Οι συντεχνίες τους τα μπουλούκια λειτουργούσαν επί τη βάσει άγραφων, αυστηρών κανονισμών, καθώς και μιας απαράβατης ιεραρχίας(μαθητούδια,τσιράκια,καλφάδες,αρχικαλφάδες, μάστορες). Ο πρωτομάστορας, επικεφαλής του μπουλουκιού (αρχιμάστορας και αρχιτέκτων) ήταν υπεύθυνος για τις οικονομικές συμφωνίες, τις αμοιβές των μαστόρων και των υπολοίπων μελών του μπουλουκιού και τις αμοιβές των ιδιοκτητών των ζώων, τα οποία κουβαλούσαν τηv πέτρα από τα νταμάρια. Επίσης, είχε τηv ευθύνn της κατανομής και της επίβλεψης των εργασιών και της πορείας του έργου. Ξακουστοί μαστόροι της Kόνιτσας, κυρίως από τηv Πυρσόγιαννη, Boύρμπιανn και αλλού, έγιναν διάσημοι από τηv ανέvερση δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων και έργων υποδομής στην Ελλάδα και σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Το ύψος της κατασκευής, η στερεότητα του οικοδομήματος, η αισθητική σε συνάρτηση με τη φαντασία, αποκαλύπτουν τη μοναδική δεξιοτεχνία αυτών των μαστόρων της πέτρας. Προσπαθούσαν να συνδέουν το κτίσμα με το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον και το κάθε οικοδόμημα έχει μοναδική αισθητική αξία. Τα έργα τους δεν προέρχονται από κανένα σχεδιαστήριο, αλλά χαράζονται επί τόπου, με μόνο μέτρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Οι μαστόροι έπρεπε να γνωρίζουν τα δομικά υλικά κάθε περιοχής και τηv ιδιαιτερότητά τους. Κύρια υλικά ήταν η πέτρα και το ξύλο και σε λιγότερο βαθμό το σίδερο, κυρίως στις σιδεροδεσιές. Η πρακτική και αισθητική λειτουργία των κτιρίων, όπως και η γενικότερη αισθητική τους, φανερώνoυν ένα σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον, ένα δέος προς το θείο και μια αίσθηση πάνω απ' όλα της ανθρώπινης κλίμακας.
Τεκμήρια σήμερα του οργανωμένου επαγγέλματός τους αποτελούν τα απλοϊκά συμφωνητικά τους που έχουν σωθεί, τα ειδικά διαβατήρια, τα εργαλεία τους και οι φωτoγραφίες των ίδιων των μαστόρων.
Στην Πυρσόγιαννη ετοιμάζεται το Μουσείο των Μαστόρων όπου εκτός από εργαλεία και ξύλινα ή πέτρινα αρχιτεκτονικά μέλη, θα εκτίθενται και 2.000 περίπου φωτογραφίες όπου απαθανατίζεται το έργο των μαστόρων από το 1870.
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ