10 Απριλίου 2008

Ο ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Ο ΓΡΑΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ
Η σύγχρονη διδακτική έρευνα προσπαθεί να εντοπίσει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην παραγωγή γραπτού λόγου και την ανάγνωση διαφόρων τύπων κειμένου, κοινωνικού, λογοτεχνικού ή λειτουργικού χαρακτήρα θέτοντας τα εξής ερωτήματα: Πώς η παρατήρηση του τρόπου λειτουργίας των κειμένων μπορεί να βοηθήσει στη δόμηση της παραγωγής γραπτού λόγου και στην επεξεργασία κριτηρίων αξιολόγησης; Ποια κείμενα πρέπει να προταθούν για ανάγνωση; Κείμενα τυπικά ενός τρόπου γραφής, που αποτελούν καθαρά κειμενικά μοντέλα; Κείμενα πιο περίπλοκα που αμφισβητούν τα πρωτότυπα μοντέλα; Πώς μπορούν να βοηθηθούν οι μαθητές ώστε να συμπεράνουν ποιες είναι οι σταθερές και οι ποικιλίες ενός συγκεκριμένου κειμενικού είδους; Και αυτό σε ποια φάση της διδασκαλίας; Ερωτήματα που τονίζουν την αναγκαιότητα ενός προγράμματος με αναγνώσματα ικανά να εμπλουτίσουν την παραγωγή γραπτού λόγου.
Ένας δεύτερος βασικός άξονας της διδακτικής έρευνας αναφέρεται στη δημιουργία καταστάσεων κριτικής ανάγνωσης με σκοπό την προσπάθεια εντοπισμού του τρόπου συγγραφής και δόμησης του κειμένου. Με ποια μέσα μπορούν να βοηθηθούν οι μαθητές στην κριτική ανάγνωση; Ποια είναι η σημασία των αντιδράσεων που δημιουργούνται στους αναγνώστες; Ποιες σχέσεις μπορούμε να δημιουργήσουμε ανάμεσα στα κριτήρια αξιολόγησης του γραπτού λόγου και στις οδηγίες συγγραφής, που δίνονται με τη μορφή του θέματος; Αλλά για να γίνουμε ακριβείς στον προβληματισμό μας, αυτά τα ερωτήματα απασχολούν καθόλου διδάσκοντες και διδασκόμενους στο σχολείο;
Η διδακτική του γλωσσικού μαθήματος, ακόμη και σήμερα, παρά τις τεράστιες προόδους που έχει σημειώσει η γλωσσολογία, η ψυχολογία, η κοινωνιολογία της γλώσσας κτλ., μένει καθαρά εμπειρική πράξη. Αν όμως δεχτούμε, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, ότι ο σύγχρονος πολιτισμός έχει αναγάγει τη γραφή και την ανάγνωση της γραφής, με όλους τους μηχανισμούς τους, ως τον ακρογωνιαίο λίθο της σχολικής παιδείας, είναι αδύνατο να μη διδάσκεται στα παιδιά η διαδικασία σύνταξης και δόμησης των κειμένων σε σχέση με την αναγνώριση της διαδικασίας αυτής μέσα από την ανάγνωση. Σύμφωνα με τις οδηγίες που δίνονται στους διδάσκοντες στα Αναλυτικά Προγράμματα, η διαμόρφωση της «έκφρασης-έκθεσης» ή του «σκέφτομαι και γράφω» για το δημοτικό αντιμετωπίζεται σαν προέκταση της γραμματικής διδασκαλίας. Αλλά το «σκέφτομαι και γράφω» δεν είναι προέκταση της γραμματικής. Δεν είναι μια από τις πολλές ασκήσεις της γραμματικής. Αναμφισβήτητα προϋποθέτει τη γνώση της γλώσσας κι αναπτύσσεται παράλληλα με το βαθμό κατάκτησης της γλώσσας, αλλά δεν ταυτίζεται μ’ αυτήν.
Γιατί η συγγραφή είναι μια αυτόνομη διαδικασία μάθησης και υπονομεύεται όταν αντιμετωπίζεται σαν μοντέλο γλωσσικής άσκησης και όχι σαν γνήσια έκφραση μιας κοινωνικής πραγματικότητας.

Επιμέλεια:Παπαγεωργόπουλος Αντώνης