ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ(ΚΥΡΙΛΛΟΣ)
Οι γονείς των δύο αδελφών ήταν ευγενικής καταγωγής. Ο πατέρας τους Λέων υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη ως δρουγγάριος, δηλαδή ως χιλίαρχος, και έπειτα προβιβάστηκε σε στρατηγό. Συγκέντρωσε τότε στα χέρια του την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία της Μακεδονίας. Είχαν εφτά παιδιά, εκ των όποιων το τελευταίο, ο Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 827. Ο Μεθόδιος ίσως να είχε γεννηθεί το 820.
Η ατμόσφαιρα ευσέβειας που επικρατούσε στο σπίτι του Λέοντα έδωσε στους δύο αδελφούς την πρώτη ώθηση προς τις πνευματικές ενασχολήσεις. Τα βήματά τους οδηγούνταν συχνά στους περίφημους ναούς της πόλης, στην Αχειροποίητο και την Αγία Σοφία, και πολύ συχνότερα στο ναό του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, του οποίου τη λιτανεία παρακολουθούσαν κάθε χρόνο στη μεγάλη λεωφόρο. Άλλοτε πάλι έβγαιναν έξω από τα τείχη για να επισκεφτούν τα πολυάριθμα μοναστήρια που ήταν διασκορπισμένα στην ύπαιθρο. Η συμμετοχή τους στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας καλλιέργησε και εξευγένισε το χαρακτήρα τους.
Όταν πέθανε ο πατέρας τους, ο Μεθόδιος είχε τελειώσει τις σπουδές του. Είχε παρακολουθήσει πρόγραμμα μαθημάτων που προορίζονταν για αυτούς που είχαν εκπαιδευτεί για να καταλάβουν θέση στην ανώτερη κρατική υπαλληλία. Από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα διορίστηκε διοικητής «σκλαβηνίας», δηλαδή επαρχίας της ελληνικής αυτοκρατορίας που κατοικούταν κατά πλειονότητα από σλαβικούς πληθυσμούς, που είχαν εισβάλει ειρηνικά και είχαν καταλάβει αραιοκατοικημένες περιοχές. Εκεί επιδόθηκε συστηματικότερα στην εκμάθηση της σλαβικής γλώσσας, της οποίας στοιχεία γνώριζε ήδη από τους σλαβικής καταγωγής υπηρέτες της οικογένειάς του.
Έπειτα από μερικά χρόνια εγκατέλειψε αυτό το αξίωμα, για να αποσυρθεί στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Το όρος αυτό ήταν τότε ό,τι αργότερα έγινε ο Άθως: όρος των μοναχών. Εγκαταστάθηκε λοιπόν σε ένα από τα μοναστήρια του και επιδόθηκε με ζήλο στην άσκηση, την προσευχή και τη μελέτη της θεολογίας.
Ο Κωνσταντίνος, που μετονομάστηκε σε Κύριλλος τις τελευταίες μέρες της ζωής του, επέδειξε από μικρή ηλικία αξιόλογη ικανότητα στη μάθηση. Σε ηλικία 14 ετών, όσο ήταν όταν πέθανε ο πατέρας του, γνώριζε από μνήμης τα συγγράμματα του Γρηγορίου του Θεολόγου. Αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του στο εκεί πανεπιστήμιο, το οποίο μόλις τότε είχε επανιδρυθεί και λειτουργούσε υπό τη διοίκηση του διακεκριμένου επιστήμονα Λέοντα του Μαθηματικού, πρώην αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Φιλοξενούταν στην πρωτεύουσα και είχε ως κηδεμόνα τον λογοθέτη του δρόμου, δηλαδή πρωθυπουργό, Θεόκτιστο, που ήταν συγγενής του. Κοντά στον Λέοντα και τον Φώτιο σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, μουσική, ρητορική, φιλολογία, διαλεκτική και φιλοσοφία. Ιδιαίτερη επίδοση είχε στη γλωσσομάθεια. Υπήρξε φαινόμενο πολυγλωσσίας, όχι μόνο για εκείνη την εποχή, κατά την οποία ήταν άγνωστες οι μέθοδοι διδασκαλίας ξένων γλωσσών, αλλά και για όλες τις εποχές· διότι εκτός από την ελληνική γνώριζε τη σλαβική, τη συριακή, την εβραϊκή, τη σαμαρειτική, την αραβική, τη χαζαρική (τουρκική), τη λατινική, πιθανώς όμως και άλλες γλώσσες.
Αντίθετα από τον αδελφό του ο Κωνσταντίνος δεν εγκατέλειψε την πρωτεύουσα, μολονότι κάποια στιγμή σκέφτηκε να τον μιμηθεί πηγαίνοντας σε ασκητήριο του Βοσπόρου. Χειροτονήθηκε ιερέας, διορίστηκε βιβλιοθηκάριος του πατριαρχείου και τέλος αναδείχτηκε σε καθηγητή της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Από τότε ονομαζόταν Κωνσταντίνος ο Φιλόσοφος. Ζούσε όμως και αυτός ασκητικά.
Οι δύο αδελφοί προετοιμάζονταν για τις μεγάλες αποστολές, στις οποίες επρόκειτο να κληθούν. Κατείχαν αξιόλογη ικανότητα για δράση και είχαν αποκτήσει αξιοζήλευτη επιστημονική κατάρτιση. Αναζητούσαν και κάτι άλλο, την πνευματική τελειότητα. Στα μοναχικά τους κελιά κατόρθωναν να ανεβαίνουν προς τον Θεό με την προσευχή και η άνοδος ήταν γι' αυτούς μία διαρκής εμπειρία. Ήταν άνθρωποι κατά το σώμα και άγγελοι κατά την ψυχή.
ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
Κατά την επιστροφή των δύο ιεραποστόλων στην Κωνσταντινούπολη από τη Χαζαρία, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ' και ο πατριάρχης Φώτιος έδειξαν μεγάλη ικανοποίηση. Με την ευκαιρία προσπάθησαν να πείσουν τον Μεθόδιο να μην πάει στον Όλυμπο, γιατί τον θεωρούσαν απαραίτητο στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Του πρότειναν να δεχτεί το αξίωμα του επισκόπου, προορίζοντάς τον μάλλον για τη Ρωσία, αλλά αρνήθηκε και έτσι αναγκάστηκαν να στείλουν άλλον. Τους έκανε όμως τη χάρη να μην πάει στον Όλυμπο, αλλά να γίνει ηγούμενος στη μονή Πολυχρονίου, που βρίσκεται στην Προποντίδα, ανατολικά της Κυζίκου. Έτσι, ήταν πιο κοντά στην πρωτεύουσα.
Ο Κωνσταντίνος τοποθετήθηκε ως καθηγητής της πατριαρχικής θεολογικής σχολής, που στεγαζόταν σε συγκεκριμένα κτίρια των Αγίων Αποστόλων. Δίδασκε, μελετούσε και προετοιμαζόταν για κάτι το μεγαλειώδες, το οποίο τον περίμενε.
Το 862 ο ηγεμόνας της Μοραβίας Ροστισλάβος έστειλε στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία και ζήτησε άνθρωπο για να διδάξει τον χριστιανισμό στους υπηκόους του. Το Βυζάντιο και το οικουμενικό πατριαρχείο είχαν διευθετήσει τα πράγματα με τέτοιο τρόπο ώστε οι ίδιοι οι ηγεμόνες των απολίτιστων λαών να ζητούν ιεραποστολή. Το γράμμα που έφεραν οι απεσταλμένοι έλεγε: «Είμαστε Σλάβοι, άνθρωποι απλοϊκοί. Ο λαός μας αρνήθηκε την ειδωλολατρία και τιμά το χριστιανικό νόμο, αλλά δεν έχουμε δάσκαλο ικανό να μας διδάξει την αληθινή πίστη στη γλώσσα μας. Άλλοι λαοί θα ακολουθήσουν προφανώς το παράδειγμά μας. Στείλε μας, λοιπόν, Κύριε, τέτοιον επίσκοπο και δάσκαλο. Από εσάς, πράγματι, μεταδίδεται ο καλός νόμος προς όλες τις χώρες».
Αμέσως έγινε συμβούλιο με πρόεδρο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Γ', στο οποίο συμμετείχαν ο πρωθυπουργός Βάρδας, ο πατριάρχης Φώτιος και άλλες προσωπικότητες. Όλοι ήθελαν τον Κωνσταντίνο, τον οποίο κάλεσε ο αυτοκράτορας και του είπε: «Γνωρίζω, φιλόσοφε, ότι αισθάνεσαι κουρασμένος, αλλά πρέπει εσύ να πας εκεί, διότι κανείς άλλος δεν μπορεί να φέρει σε πέρας αυτήν την αποστολή». Ο φιλόσοφος απάντησε ότι, είτε είναι κουρασμένος είτε είναι άρρωστος, θα πάει εκεί με χαρά· αρκεί να έχουν εκεί αλφάβητο κατάλληλο για τη γλώσσα τους. Βέβαια είχε ο ίδιος μεταφράσει κείμενα στη σλαβική με ελληνικούς χαρακτήρες και παρατήρησε ότι δεν αποδίδονται όλοι οι φθόγγοι. Ο αυτοκράτορας τότε είπε: «Ο παππούς μου, ο πατέρας μου και πολλοί άλλοι έχουν ψάξει αλφάβητο, αλλά δε βρήκαν. Πώς θα το κατόρθωνα εγώ;» Ο Κωνσταντίνος αισθάνθηκε αδύναμος, αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε: «Εάν θέλεις, ο Θεός μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις, γιατί αυτός δίνει σε αυτούς που ζητούν και ανοίγει σε αυτούς που χτυπούν».
Ο φιλόσοφος αποχώρησε από τη συνεδρίαση και κατά τη συνήθειά του άρχισε να προσεύχεται μαζί με μερικούς συνεργάτες του. Η βοήθεια του Θεού δεν άργησε να φανερωθεί. Ο Κωνσταντίνος, αφού του δόθηκε φώτιση από τον Θεό, δημιούργησε το πρώτο σλαβικό αλφάβητο και έπειτα ασχολήθηκε με τη μετάφραση του ευαγγελικού κειμένου του Ιωάννη: «Εν αρχή ην ο Λόγος».
Η γραφή που επινόησε ο Κύριλλος λέγεται γλαγολιτική. Ενώ στηρίζεται κατ' αρχήν στη μικρογράμματη ελληνική γραφή, στρογγυλοποιεί, περιπλέκει και αλλάζει τους χαρακτήρες. Για τους φθόγγους που απουσιάζουν από την ελληνική χρησιμοποιεί παραλλαγμένους εβραϊκούς χαρακτήρες ή άλλους που επινόησε ο ίδιος. Ο Κύριλλος ήθελε με τη δύσκολη αυτή γραφή να τονίσει την εθνική και γλωσσική ιδιομορφία των Σλάβων. Αργότερα, η γραφή άλλαξε, δηλαδή είχε ως βάση τη μεγαλογράμματη ελληνική και απλουστεύτηκε· έτσι δημιουργήθηκε η λεγόμενη «κυρίλλειος γραφή».
Η γλώσσα στην οποία οι δύο αδελφοί μετέφρασαν τα βιβλικά και λειτουργικά κείμενα ήταν αυτή που μιλούσαν τότε τα νοτιοσλαβικά φύλα τα οποία είχαν εισχωρήσει σε εδάφη της ελληνικής αυτοκρατορίας. Πολλοί Δραγοβίτες και Σαγουδάτες έρχονταν για εμπορικούς λόγους στη Θεσσαλονίκη και ακόμη περισσότεροι εργάζονταν ως υπηρέτες σε οικογένειες Θεσσαλονικέων ευγενών. Τα μέλη αυτών των οικογενειών, όπως και οι έμποροι, μάθαιναν πολλές λέξεις της ακατέργαστης εκείνης διαλέκτου αναγκαστικά, διότι οι μη πολιτισμικά αναπτυγμένοι αυτοί μέτοικοι δεν ήταν σε θέση να μάθουν την εκλεπτυσμένη και πολύπλοκη ελληνική, και διαφορετικά θα ήταν αδύνατη η συνεννόηση. Φυσικά άνθρωποι της επίδοσης του Κωνσταντίνου και του Μεθοδίου με ευχέρεια καταλάβαιναν όλο το μηχανισμό της γλώσσας αυτής.
Επειδή τα σλαβικά φύλα είχαν χωριστεί το ένα από το άλλο μόλις πριν από τετρακόσια περίπου χρόνια, δεν υπήρχαν ακόμη μεταξύ τους μεγάλες διαλεκτικές διαφορές. Επομένως η γλώσσα των νότιων Σλάβων ήταν κατανοητή από τους δυτικούς και τους βόρειους Σλάβους.
Αλλά η γλωσσική μορφή την οποία χρησιμοποίησαν οι δύο αδελφοί δεν ήταν τελείως όμοια με την ομιλούμενη εκείνη διάλεκτο, καθώς είχε αλλάξει με τη γραφίδα τους. Απέκτησε σύνθετες λέξεις, νέους γλωσσικούς τύπους και ιεροπρεπή χαρακτήρα. Αν και ήταν μέχρι ένα σημείο γλώσσα τεχνητή και ποτέ δε χρησιμοποιήθηκε αυτούσια στον προφορικό λόγο, αποτέλεσε τη βάση της ανάπτυξης όλων των εθνικών σλαβικών γλωσσών και έγινε μέσο ενότητας των σλαβικών λαών από την εποχή εκείνη μέχρι σήμερα.
Ο Κωνσταντίνος, πριν ξεκινήσει για το μεγάλο ταξίδι, μετέφρασε τα τέσσερα ευαγγέλια, τις επιστολές της Καινής Διαθήκης και συλλογή πατερικών κειμένων. Συνέγραψε επίσης γραμματική και ομιλίες. Στη μετάφραση των Ευαγγελίων έβαλε ως πρόλογο ένα ποίημά του, το οποίο φανερώνει τις επιδιώξεις των ιεραποστόλων:
Στόμα μη γενόμενον γλυκύτητος
μεταβάλλει τον άνθρωπον εις λίθον·
πολύ περισσότερον ψυχή εστερημένη γραμμάτων
αποναρκούται μέσα εις την ανθρώπινην ύπαρξιν.
Λαβόντες λοιπόν αυτά ύπ' όψιν, αδελφοί,
σας φέρομεν κατάλληλον συμβουλήν,
η οποία ελευθερώνει όλην την οικουμένην
από την κτηνώδη ζωήν και τα πάθη.
Η πορεία του Χριστιανισμού στο μέσο των σλαβικών εθνών υπήρξε ραγδαία και μεγαλειώδης. Μετά από μακροχρόνια προετοιμασία άρχισε το 860 και σχεδόν ολοκληρώθηκε μέσα σε είκοσι χρόνια, εκτός από την περίπτωση των Ρώσων, κατά την οποία καθυστέρησε μερικές ακόμη δεκαετίες.
Τα επεισόδια, τα οποία η ιστορία αναφέρει σχετικά με τον εκχριστιανισμό αυτών των λαών, φαίνονται ως μεμονωμένες και ασυνάρτητες ενίοτε ενέργειες. Αν αυτό ανταποκρινόταν στα πράγματα, θα έμενε ανεξήγητο πώς μέσα σε εκείνα τα είκοσι χρόνια έγιναν στους Σλάβους τόσα πολλά πράγματα, όσα δεν είχαν γίνει όλους τους προηγούμενους αιώνες. Πράγματι υπάρχει μεταξύ αυτών ένας συνεκτικός δεσμός και πίσω από αυτά διαφαίνεται μία δύναμη η οποία θέτει σε κίνηση καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα. Η δύναμη είναι το οικουμενικό πατριαρχείο, το οποίο προγραμμάτισε όλο το έργο. Εκτελεστές αυτού του προγράμματος υπήρξαν τα δύο αδέλφια από τη Θεσσαλονίκη, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, οι οποίοι εργάστηκαν ακούραστα μεταξύ όλων των σλαβικών λαών, Ρώσων, Μοραβών, Σλοβένων, Κροατών, Σέρβων, Σλοβάκων, Τσέχων, Πολωνών και Βουλγάρων.
Το έργο τους ήταν βασικά θρησκευτικό. Μέσα από τις ενέργειές τις δικές τους και των μαθητών τους όλοι οι σλαβικοί λαοί εισήλθαν στη χορεία των χριστιανικών εθνών. Αλλά μαζί με το χριστιανισμό παραδόθηκαν σε αυτούς και όλες οι εξημερωτικές δυνάμεις. Μαζί με τα ιδεώδη της πίστεως οι απόστολοι δίδαξαν στους Σλάβους την αγάπη και την ευγένεια και τους εμφύτευσαν το πνεύμα της θυσίας. Τους χάρισαν τους πρώτους γραπτούς νόμους, με τους οποίους οργάνωσαν καθεστώς ευνομίας και ευταξίας. Τους πρόσφεραν γλώσσα γραπτή και έτοιμη να χρησιμοποιηθεί στη θεολογία, τη λογοτεχνία, την επιστήμη και την παιδεία. Η γλώσσα αυτή αποτέλεσε κρίκο που συνέδεσε όλον τον σλαβικό κόσμο.
Γι' αυτό τα σλαβικά έθνη αισθάνονται αιώνιο χρέος στους δύο Θεσσαλονικείς αδελφούς, ενώ η Θεσσαλονίκη μαζί με ολόκληρο τον ελληνισμό αισθάνεται δίκαια υπερηφάνεια γι' αυτούς.
Οι γονείς των δύο αδελφών ήταν ευγενικής καταγωγής. Ο πατέρας τους Λέων υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη ως δρουγγάριος, δηλαδή ως χιλίαρχος, και έπειτα προβιβάστηκε σε στρατηγό. Συγκέντρωσε τότε στα χέρια του την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία της Μακεδονίας. Είχαν εφτά παιδιά, εκ των όποιων το τελευταίο, ο Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 827. Ο Μεθόδιος ίσως να είχε γεννηθεί το 820.
Η ατμόσφαιρα ευσέβειας που επικρατούσε στο σπίτι του Λέοντα έδωσε στους δύο αδελφούς την πρώτη ώθηση προς τις πνευματικές ενασχολήσεις. Τα βήματά τους οδηγούνταν συχνά στους περίφημους ναούς της πόλης, στην Αχειροποίητο και την Αγία Σοφία, και πολύ συχνότερα στο ναό του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, του οποίου τη λιτανεία παρακολουθούσαν κάθε χρόνο στη μεγάλη λεωφόρο. Άλλοτε πάλι έβγαιναν έξω από τα τείχη για να επισκεφτούν τα πολυάριθμα μοναστήρια που ήταν διασκορπισμένα στην ύπαιθρο. Η συμμετοχή τους στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας καλλιέργησε και εξευγένισε το χαρακτήρα τους.
Όταν πέθανε ο πατέρας τους, ο Μεθόδιος είχε τελειώσει τις σπουδές του. Είχε παρακολουθήσει πρόγραμμα μαθημάτων που προορίζονταν για αυτούς που είχαν εκπαιδευτεί για να καταλάβουν θέση στην ανώτερη κρατική υπαλληλία. Από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα διορίστηκε διοικητής «σκλαβηνίας», δηλαδή επαρχίας της ελληνικής αυτοκρατορίας που κατοικούταν κατά πλειονότητα από σλαβικούς πληθυσμούς, που είχαν εισβάλει ειρηνικά και είχαν καταλάβει αραιοκατοικημένες περιοχές. Εκεί επιδόθηκε συστηματικότερα στην εκμάθηση της σλαβικής γλώσσας, της οποίας στοιχεία γνώριζε ήδη από τους σλαβικής καταγωγής υπηρέτες της οικογένειάς του.
Έπειτα από μερικά χρόνια εγκατέλειψε αυτό το αξίωμα, για να αποσυρθεί στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Το όρος αυτό ήταν τότε ό,τι αργότερα έγινε ο Άθως: όρος των μοναχών. Εγκαταστάθηκε λοιπόν σε ένα από τα μοναστήρια του και επιδόθηκε με ζήλο στην άσκηση, την προσευχή και τη μελέτη της θεολογίας.
Ο Κωνσταντίνος, που μετονομάστηκε σε Κύριλλος τις τελευταίες μέρες της ζωής του, επέδειξε από μικρή ηλικία αξιόλογη ικανότητα στη μάθηση. Σε ηλικία 14 ετών, όσο ήταν όταν πέθανε ο πατέρας του, γνώριζε από μνήμης τα συγγράμματα του Γρηγορίου του Θεολόγου. Αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του στο εκεί πανεπιστήμιο, το οποίο μόλις τότε είχε επανιδρυθεί και λειτουργούσε υπό τη διοίκηση του διακεκριμένου επιστήμονα Λέοντα του Μαθηματικού, πρώην αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Φιλοξενούταν στην πρωτεύουσα και είχε ως κηδεμόνα τον λογοθέτη του δρόμου, δηλαδή πρωθυπουργό, Θεόκτιστο, που ήταν συγγενής του. Κοντά στον Λέοντα και τον Φώτιο σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, μουσική, ρητορική, φιλολογία, διαλεκτική και φιλοσοφία. Ιδιαίτερη επίδοση είχε στη γλωσσομάθεια. Υπήρξε φαινόμενο πολυγλωσσίας, όχι μόνο για εκείνη την εποχή, κατά την οποία ήταν άγνωστες οι μέθοδοι διδασκαλίας ξένων γλωσσών, αλλά και για όλες τις εποχές· διότι εκτός από την ελληνική γνώριζε τη σλαβική, τη συριακή, την εβραϊκή, τη σαμαρειτική, την αραβική, τη χαζαρική (τουρκική), τη λατινική, πιθανώς όμως και άλλες γλώσσες.
Αντίθετα από τον αδελφό του ο Κωνσταντίνος δεν εγκατέλειψε την πρωτεύουσα, μολονότι κάποια στιγμή σκέφτηκε να τον μιμηθεί πηγαίνοντας σε ασκητήριο του Βοσπόρου. Χειροτονήθηκε ιερέας, διορίστηκε βιβλιοθηκάριος του πατριαρχείου και τέλος αναδείχτηκε σε καθηγητή της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Από τότε ονομαζόταν Κωνσταντίνος ο Φιλόσοφος. Ζούσε όμως και αυτός ασκητικά.
Οι δύο αδελφοί προετοιμάζονταν για τις μεγάλες αποστολές, στις οποίες επρόκειτο να κληθούν. Κατείχαν αξιόλογη ικανότητα για δράση και είχαν αποκτήσει αξιοζήλευτη επιστημονική κατάρτιση. Αναζητούσαν και κάτι άλλο, την πνευματική τελειότητα. Στα μοναχικά τους κελιά κατόρθωναν να ανεβαίνουν προς τον Θεό με την προσευχή και η άνοδος ήταν γι' αυτούς μία διαρκής εμπειρία. Ήταν άνθρωποι κατά το σώμα και άγγελοι κατά την ψυχή.
ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
Κατά την επιστροφή των δύο ιεραποστόλων στην Κωνσταντινούπολη από τη Χαζαρία, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ' και ο πατριάρχης Φώτιος έδειξαν μεγάλη ικανοποίηση. Με την ευκαιρία προσπάθησαν να πείσουν τον Μεθόδιο να μην πάει στον Όλυμπο, γιατί τον θεωρούσαν απαραίτητο στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Του πρότειναν να δεχτεί το αξίωμα του επισκόπου, προορίζοντάς τον μάλλον για τη Ρωσία, αλλά αρνήθηκε και έτσι αναγκάστηκαν να στείλουν άλλον. Τους έκανε όμως τη χάρη να μην πάει στον Όλυμπο, αλλά να γίνει ηγούμενος στη μονή Πολυχρονίου, που βρίσκεται στην Προποντίδα, ανατολικά της Κυζίκου. Έτσι, ήταν πιο κοντά στην πρωτεύουσα.
Ο Κωνσταντίνος τοποθετήθηκε ως καθηγητής της πατριαρχικής θεολογικής σχολής, που στεγαζόταν σε συγκεκριμένα κτίρια των Αγίων Αποστόλων. Δίδασκε, μελετούσε και προετοιμαζόταν για κάτι το μεγαλειώδες, το οποίο τον περίμενε.
Το 862 ο ηγεμόνας της Μοραβίας Ροστισλάβος έστειλε στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία και ζήτησε άνθρωπο για να διδάξει τον χριστιανισμό στους υπηκόους του. Το Βυζάντιο και το οικουμενικό πατριαρχείο είχαν διευθετήσει τα πράγματα με τέτοιο τρόπο ώστε οι ίδιοι οι ηγεμόνες των απολίτιστων λαών να ζητούν ιεραποστολή. Το γράμμα που έφεραν οι απεσταλμένοι έλεγε: «Είμαστε Σλάβοι, άνθρωποι απλοϊκοί. Ο λαός μας αρνήθηκε την ειδωλολατρία και τιμά το χριστιανικό νόμο, αλλά δεν έχουμε δάσκαλο ικανό να μας διδάξει την αληθινή πίστη στη γλώσσα μας. Άλλοι λαοί θα ακολουθήσουν προφανώς το παράδειγμά μας. Στείλε μας, λοιπόν, Κύριε, τέτοιον επίσκοπο και δάσκαλο. Από εσάς, πράγματι, μεταδίδεται ο καλός νόμος προς όλες τις χώρες».
Αμέσως έγινε συμβούλιο με πρόεδρο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Γ', στο οποίο συμμετείχαν ο πρωθυπουργός Βάρδας, ο πατριάρχης Φώτιος και άλλες προσωπικότητες. Όλοι ήθελαν τον Κωνσταντίνο, τον οποίο κάλεσε ο αυτοκράτορας και του είπε: «Γνωρίζω, φιλόσοφε, ότι αισθάνεσαι κουρασμένος, αλλά πρέπει εσύ να πας εκεί, διότι κανείς άλλος δεν μπορεί να φέρει σε πέρας αυτήν την αποστολή». Ο φιλόσοφος απάντησε ότι, είτε είναι κουρασμένος είτε είναι άρρωστος, θα πάει εκεί με χαρά· αρκεί να έχουν εκεί αλφάβητο κατάλληλο για τη γλώσσα τους. Βέβαια είχε ο ίδιος μεταφράσει κείμενα στη σλαβική με ελληνικούς χαρακτήρες και παρατήρησε ότι δεν αποδίδονται όλοι οι φθόγγοι. Ο αυτοκράτορας τότε είπε: «Ο παππούς μου, ο πατέρας μου και πολλοί άλλοι έχουν ψάξει αλφάβητο, αλλά δε βρήκαν. Πώς θα το κατόρθωνα εγώ;» Ο Κωνσταντίνος αισθάνθηκε αδύναμος, αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε: «Εάν θέλεις, ο Θεός μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις, γιατί αυτός δίνει σε αυτούς που ζητούν και ανοίγει σε αυτούς που χτυπούν».
Ο φιλόσοφος αποχώρησε από τη συνεδρίαση και κατά τη συνήθειά του άρχισε να προσεύχεται μαζί με μερικούς συνεργάτες του. Η βοήθεια του Θεού δεν άργησε να φανερωθεί. Ο Κωνσταντίνος, αφού του δόθηκε φώτιση από τον Θεό, δημιούργησε το πρώτο σλαβικό αλφάβητο και έπειτα ασχολήθηκε με τη μετάφραση του ευαγγελικού κειμένου του Ιωάννη: «Εν αρχή ην ο Λόγος».
Η γραφή που επινόησε ο Κύριλλος λέγεται γλαγολιτική. Ενώ στηρίζεται κατ' αρχήν στη μικρογράμματη ελληνική γραφή, στρογγυλοποιεί, περιπλέκει και αλλάζει τους χαρακτήρες. Για τους φθόγγους που απουσιάζουν από την ελληνική χρησιμοποιεί παραλλαγμένους εβραϊκούς χαρακτήρες ή άλλους που επινόησε ο ίδιος. Ο Κύριλλος ήθελε με τη δύσκολη αυτή γραφή να τονίσει την εθνική και γλωσσική ιδιομορφία των Σλάβων. Αργότερα, η γραφή άλλαξε, δηλαδή είχε ως βάση τη μεγαλογράμματη ελληνική και απλουστεύτηκε· έτσι δημιουργήθηκε η λεγόμενη «κυρίλλειος γραφή».
Η γλώσσα στην οποία οι δύο αδελφοί μετέφρασαν τα βιβλικά και λειτουργικά κείμενα ήταν αυτή που μιλούσαν τότε τα νοτιοσλαβικά φύλα τα οποία είχαν εισχωρήσει σε εδάφη της ελληνικής αυτοκρατορίας. Πολλοί Δραγοβίτες και Σαγουδάτες έρχονταν για εμπορικούς λόγους στη Θεσσαλονίκη και ακόμη περισσότεροι εργάζονταν ως υπηρέτες σε οικογένειες Θεσσαλονικέων ευγενών. Τα μέλη αυτών των οικογενειών, όπως και οι έμποροι, μάθαιναν πολλές λέξεις της ακατέργαστης εκείνης διαλέκτου αναγκαστικά, διότι οι μη πολιτισμικά αναπτυγμένοι αυτοί μέτοικοι δεν ήταν σε θέση να μάθουν την εκλεπτυσμένη και πολύπλοκη ελληνική, και διαφορετικά θα ήταν αδύνατη η συνεννόηση. Φυσικά άνθρωποι της επίδοσης του Κωνσταντίνου και του Μεθοδίου με ευχέρεια καταλάβαιναν όλο το μηχανισμό της γλώσσας αυτής.
Επειδή τα σλαβικά φύλα είχαν χωριστεί το ένα από το άλλο μόλις πριν από τετρακόσια περίπου χρόνια, δεν υπήρχαν ακόμη μεταξύ τους μεγάλες διαλεκτικές διαφορές. Επομένως η γλώσσα των νότιων Σλάβων ήταν κατανοητή από τους δυτικούς και τους βόρειους Σλάβους.
Αλλά η γλωσσική μορφή την οποία χρησιμοποίησαν οι δύο αδελφοί δεν ήταν τελείως όμοια με την ομιλούμενη εκείνη διάλεκτο, καθώς είχε αλλάξει με τη γραφίδα τους. Απέκτησε σύνθετες λέξεις, νέους γλωσσικούς τύπους και ιεροπρεπή χαρακτήρα. Αν και ήταν μέχρι ένα σημείο γλώσσα τεχνητή και ποτέ δε χρησιμοποιήθηκε αυτούσια στον προφορικό λόγο, αποτέλεσε τη βάση της ανάπτυξης όλων των εθνικών σλαβικών γλωσσών και έγινε μέσο ενότητας των σλαβικών λαών από την εποχή εκείνη μέχρι σήμερα.
Ο Κωνσταντίνος, πριν ξεκινήσει για το μεγάλο ταξίδι, μετέφρασε τα τέσσερα ευαγγέλια, τις επιστολές της Καινής Διαθήκης και συλλογή πατερικών κειμένων. Συνέγραψε επίσης γραμματική και ομιλίες. Στη μετάφραση των Ευαγγελίων έβαλε ως πρόλογο ένα ποίημά του, το οποίο φανερώνει τις επιδιώξεις των ιεραποστόλων:
Στόμα μη γενόμενον γλυκύτητος
μεταβάλλει τον άνθρωπον εις λίθον·
πολύ περισσότερον ψυχή εστερημένη γραμμάτων
αποναρκούται μέσα εις την ανθρώπινην ύπαρξιν.
Λαβόντες λοιπόν αυτά ύπ' όψιν, αδελφοί,
σας φέρομεν κατάλληλον συμβουλήν,
η οποία ελευθερώνει όλην την οικουμένην
από την κτηνώδη ζωήν και τα πάθη.
Η πορεία του Χριστιανισμού στο μέσο των σλαβικών εθνών υπήρξε ραγδαία και μεγαλειώδης. Μετά από μακροχρόνια προετοιμασία άρχισε το 860 και σχεδόν ολοκληρώθηκε μέσα σε είκοσι χρόνια, εκτός από την περίπτωση των Ρώσων, κατά την οποία καθυστέρησε μερικές ακόμη δεκαετίες.
Τα επεισόδια, τα οποία η ιστορία αναφέρει σχετικά με τον εκχριστιανισμό αυτών των λαών, φαίνονται ως μεμονωμένες και ασυνάρτητες ενίοτε ενέργειες. Αν αυτό ανταποκρινόταν στα πράγματα, θα έμενε ανεξήγητο πώς μέσα σε εκείνα τα είκοσι χρόνια έγιναν στους Σλάβους τόσα πολλά πράγματα, όσα δεν είχαν γίνει όλους τους προηγούμενους αιώνες. Πράγματι υπάρχει μεταξύ αυτών ένας συνεκτικός δεσμός και πίσω από αυτά διαφαίνεται μία δύναμη η οποία θέτει σε κίνηση καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα. Η δύναμη είναι το οικουμενικό πατριαρχείο, το οποίο προγραμμάτισε όλο το έργο. Εκτελεστές αυτού του προγράμματος υπήρξαν τα δύο αδέλφια από τη Θεσσαλονίκη, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, οι οποίοι εργάστηκαν ακούραστα μεταξύ όλων των σλαβικών λαών, Ρώσων, Μοραβών, Σλοβένων, Κροατών, Σέρβων, Σλοβάκων, Τσέχων, Πολωνών και Βουλγάρων.
Το έργο τους ήταν βασικά θρησκευτικό. Μέσα από τις ενέργειές τις δικές τους και των μαθητών τους όλοι οι σλαβικοί λαοί εισήλθαν στη χορεία των χριστιανικών εθνών. Αλλά μαζί με το χριστιανισμό παραδόθηκαν σε αυτούς και όλες οι εξημερωτικές δυνάμεις. Μαζί με τα ιδεώδη της πίστεως οι απόστολοι δίδαξαν στους Σλάβους την αγάπη και την ευγένεια και τους εμφύτευσαν το πνεύμα της θυσίας. Τους χάρισαν τους πρώτους γραπτούς νόμους, με τους οποίους οργάνωσαν καθεστώς ευνομίας και ευταξίας. Τους πρόσφεραν γλώσσα γραπτή και έτοιμη να χρησιμοποιηθεί στη θεολογία, τη λογοτεχνία, την επιστήμη και την παιδεία. Η γλώσσα αυτή αποτέλεσε κρίκο που συνέδεσε όλον τον σλαβικό κόσμο.
Γι' αυτό τα σλαβικά έθνη αισθάνονται αιώνιο χρέος στους δύο Θεσσαλονικείς αδελφούς, ενώ η Θεσσαλονίκη μαζί με ολόκληρο τον ελληνισμό αισθάνεται δίκαια υπερηφάνεια γι' αυτούς.