29 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΟ ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙ




Η ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΠΡΟΣΟΧΉΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΠΡΟΣΟΧΗΣ ΜΕ ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ (ADD-ADHD)

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην σύγκριση των δυο συνδρομών δηλαδή μεταξύ διάσπαση προσοχής χωρίς υπερκινητικότητα και διάσπαση προσοχής με υπερκινητικότητα.

Η σύγκριση βοηθά στην καλύτερη και σωστότερη αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούνται .

Η σωστή παρατήρηση και η πλήρης πληροφόρησης όλων των απαραίτητων στοιχείων θεωρούνται αναγκαία για την διάκριση των δυο συνδρομών.

Έτσι τα στοιχεία του ADD ( διάσπαση προσοχής ) είναι :

- Δυσκολία στην επίδειξη προσοχής

- Δυσκολία στη διατήρηση προσοχής ( σε διάρκεια)

- Δυσκολίες κατανόησης

- Προβλήματα με την οργάνωση δεξιοτήτων

- Δυσκολία συγκέντρωσης σε δραστηριότητες που απαιτούν παρατεταμένη προσπάθεια

- Απώλεια πραγμάτων - αντικειμένων

- Δυσκολία στην επαναφορά πραγμάτων στην μνήμην ( ξεχνούν εύκολα)

- Παρουσιάζει μαθησιακά προβλήματα συνήθως σε σοβαρή μορφή

Εκείνο όμως που διακρίνει ένα παιδί με διάσπαση προσοχής χωρίς υπερκινητικότητα είναι οι ελάχιστες πιθανότητες που έχει στο να παρουσιάσει προβλήματα διαγωγής και επιθετική - παραβατική συμπεριφορά.

Τα στοιχεία του ADHD (Διάσπαση προσοχής με υπερκινητικότητα )

-Συχνή αλλαγή θέσης στο χώρο

-Τρέξιμο και αναρρίχηση

-Δυσκολία στην προσαρμογή εργασιών που απαιτούν ησυχία

-Διαρκείς ετοιμότητα για κίνηση

-Ομιλία που εκφράζεται με ζωηρές κινήσεις

-Συνεχείς διακοπές όταν μιλούν οι άλλοι

-Απαντήσεις εριστικές, ίσως και προσβλητικές

-Αντίδραση με τσακωμούς και ουρλιαχτά

-Δυσκολία παραμονής στη σειρά

-Συχνότερα ατυχηματικά γεγονότα

-Περισσότερη ευαισθησία στις ασθένειες

-Ελλιπή αυτοέλεγχο.

Εκείνο που τελικά υπερισχύει στις περιπτώσεις παιδιών με υπερκινητικότητα (ADHD)είναι η συνεχείς κίνηση. Εκδηλώνεται όχι μόνο με το σώμα αλλά και με το λόγο και που θα αποτελέσει τον πυρήνα για να ξεχωρίσουμε τα δυο σύνδρομα.

Το αξιοσημείωτο είναι οι πολλές πιθανότητες που έχει ένα παιδί με υπερκινητικότητα να παρουσιάσει προβλήματα διαγωγής και που εκδηλώνονται με παραβατική και επιθετική συμπεριφορά ειδικότερα στο στάδιο της εφηβείας.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Το υπερκινητικό παιδί διακρίνεται ήδη από την βρεφική του ηλικία με τα διάφορα συμπτώματα που παρουσιάζει. Συμπτώματα που αναμφισβήτητα το κάνουν να διαφέρει από τα άλλα παιδιά. Τα υπερκινητικά παιδιά είναι συχνά ανώριμα σε σχέση με την χρονολογική τους ηλικία.

Ένα από τα συμπτώματα που έχουμε συναντήσει σε μεγάλο ποσοστό, αγοριών και κοριτσιών, είναι η αφύσικη δίψα.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Για να γίνει διάγνωση, οι γονείς των παιδιών ή των εφήβων θα πρέπει κατά το δυνατόν να απευθύνονται σε ειδικούς, οι οποίοι έχουν εμπειρία στο θέμα, όπως σε ειδικευμένους παιδίατρους, παιδοψυχίατρους, ειδικευμένους θεραπευτές για παιδιά και εφήβους και θεραπευτές της συμπεριφοράς. Οι ειδικοί αυτοί μπορούν να τους υποδείξουν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν και τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος.

Μόνο ένας ξεκάθαρος χαρακτηρισμός, μία σαφή οριοθέτηση μπορεί πραγματικά να οδηγήσει στην επιτυχία της θεραπείας. Η διάγνωση απαιτεί χρόνο, διεξοδική συζήτηση και παρατήρηση.

Η διάγνωση γίνεται μέσα από την ακριβή περιγραφή του ιστορικού που δίνουν οι γονείς για το παιδί. Απαραίτητη θεωρείται μια λεπτομερής συλλογή των στοιχείων που αφορούν την εγκυμοσύνη, τη γέννηση, την πορεία του τοκετού και τις πιθανές επιπλοκές που εμφανίστηκαν σε αυτό το διάστημα. Πρέπει επίσης να διεξάγεται μια ολοκληρωμένη εξέταση με ψυχολογικά τεστ.

Η εξέταση αυτή βοηθά να προσδιοριστούν οι βασικές έμφυτες ικανότητες, η ικανότητα συγκέντρωσης, η παρορμητικότητα και ο ιδιαίτερος τρόπος αντίληψης του υπό εξέταση ατόμου. Κατάλληλα εκπαιδευμένοι ψυχολόγοι έχουν στη διάθεσή τους τα απαραίτητα ψυχολογικά μέσα και τεστ.

Τα εξωτερικά εμφανή συμπτώματα του συνδρόμου της υπερκινητικότητας, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μια πρώτη αξιολόγηση είναι: αυξημένη κινητικότητα, σύντομη διάρκεια προσοχής, παρορμητικότητα, ερεθιστικότητα, αδεξιότητα και χαμηλή σχολική επίδοση. Συγκεκριμένα:

Βρέφος: Συνεχής και χωρίς όριο κίνηση. Συνεχές κλάμα, ανησυχία την ώρα του ύπνου, αρνητική συμπεριφορά.

Σχολείο: Υπερβολικός αυθορμητισμός, δυσκολία να ελέγχει τη συμπεριφορά του, άρνηση στο ομαδικό παιχνίδι και στην αναγκαία λήψη τροφής. Στην αναγκαία προσπάθεια της κοινωνικής ένταξης αντιδρά με ένα σύνολο σωματικών και κοινωνικών διαταραχών (εμετοί, υπερβολική ευερεθιστότητα, κολικοί, διάσπαση προσοχής), δυσκολία στη μάθηση, στον τρόπο ομιλίας.

Εφηβεία: Μελαγχολία, επιθετικότητα, παραβατική και αντικοινωνική συμπεριφορά.

Τα συμπτώματα αυτά μπορούν να εντοπισθούν σχετικά εύκολα τόσο από τους γονείς όσο και από τους δασκάλους.

ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ - ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Το υπερκινητικό παιδί της προσχολικής ηλικίας είναι δύσκολο να τύχει διάγνωσης.

Στην σχολική ηλικία τα προβλήματα του παιδιού επιτείνονται όχι επειδή πράγματι και χειροτερεύουν, αλλά επειδή ο δάσκαλος είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει μια τάξη με πολλά παιδιά. Αλλά και γιατί εμφανίζεται ένας σημαντικός αριθμός παιδιών που παρουσιάζουν μαθησιακά προβλήματα.

Η σχολική ζωή έτσι όπως είναι οργανωμένη , δεν επιτρέπει στα περισσότερα παιδιά να συνδέουν τη γνώση με τη χαρά, που θα λάβουν από αυτή.

Πολλά συνεργούν σε αυτό. Το δασκαλοκεντρικό σύστημα , η ελλιπής υλικοτεχνική συγκρότηση των σχολείων, το φορτωμένο σχολικό και εξωσχολικό πρόγραμμα των σχολείων, πίεση για ολοκλήρωση της διδακτέας ύλης κ.λ.π.

Οι δάσκαλοι οφείλουν να μάθουν στο παιδί να σκέφτεται και να εκφράζει τις απόψεις του, να εξακριβώνει τις ελλείψεις του, να αγαπήσει τον εαυτό του.

Πρέπει να εντοπίζουν δυσκολίες - προβλήματα εξαιτίας της πάθησης, να συμβουλεύονται και να τα αντιμετωπίζουν με υπομονή και σε συνεργασία με το παιδί και με τους γονείς. Να είναι έμπειροι και εκπαιδευμένοι στις τεχνικές τροποποιήσεις συμπεριφοράς για τα υπερκινητικά άτομα , για να μπορέσουν να βοηθήσουν .

Στα υπερκινητικά παιδιά έχουν καταγραφεί τα παρακάτω προβλήματα, που εμφανίζονται στο σχολείο:

Προβλήματα

-Μιλούν συνεχώς ή προκαλούν την προσοχή του δασκάλου ή αποφεύγουν τις εργασίες τους.

-Ουρλιάζουν και αντιδρούν έντονα στις διάφορες εκδηλώσεις τους.

-Ξεχνούν τα πράγματά τους διότι δεν είναι σε θέση να οργανώσουν τον εαυτό τους.

-Διασπάται εύκολα η προσοχή τους από εξωτερικά ερεθίσματα και δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε μια σχολική δραστηριότητα. Αυτό τα οδηγεί σε χαμηλή επίδοση και σχολική αποτυχία.

-Δίνουν ατελείς απαντήσεις ή απαντούν χωρίς να ακούσουν την ερώτηση επειδή είναι παρορμητικά και δεν σκέφτονται πριν απαντήσουν.

-Έχουν φτωχές ακουστικές ικανότητες και δεν συγκεντρώνονται όπου χρειάζεται προσοχή.

-Έχουν υπερβολική δραστηριότητα και περνούν από τη μια δραστηριότητα στην άλλη.

-Δεν είναι σε θέση να εκπληρώνουν εργασίες γιατί κουράζονται εύκολα.

-Το ενδιαφέρον τους για δουλεία αυξομειώνεται.

-Δυσκολίες στις κοινωνικές σχέσεις γιατί δεν αντιλαμβάνονται τα μηνύματα που τους στέλνουν τα άλλα παιδιά. Ακόμα δεν αντιλαμβάνονται τις αντιδράσεις που προκαλεί η συμπεριφορά τους. Καυγαδίζουν εύκολα από έλλειψη υπομονής και όχι πάντα από εριστική διάθεση.

Παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες : κακή ορθογραφία, δυσκολία στην αντιγραφή, στη ζωγραφική, στην έκθεση ιδεών, στα μαθηματικά - πράξεις, προπαίδεια, γεωμετρία. Τα γράμματα έχουν ακανόνιστο σχήμα, αναστροφή, παράληψη ή διπλασιασμό τους.

Παρουσιάζουν προβλήματα οπτικοκινητικής ανάπτυξης τα οποία παρουσιάζονται σε συνδυασμό με τις δυσκολίες ανάγνωσης ή αριθμητικής ή και ανεξάρτητα. Συνηθισμένες διαταραχές συναντώνται στον προσανατολισμό και στην αντίληψη του χώρου.

Η υπερκινητική και παρορμητική συμπεριφορά των παιδιών αυτών τα εμποδίζει να παραμείνουν καθιστά για πολλή ώρα και να παρακολουθήσουν με ησυχία το μάθημα.

Συχνά σηκώνονται από τη θέση τους και κάνουν βόλτες μέσα στην τάξη, ενοχλώντας τους συμμαθητές τους, ενώ ακόμα κι όταν κάθονται κάνουν άσκοπες κινήσεις και θόρυβο, παρεμποδίζοντας με αυτό τον τρόπο την ομαλή διεξαγωγή του μαθήματος.

Για τους λόγους αυτούς ο δάσκαλος πρέπει να αναπτύσσει συγκεκριμένες στρατηγικές συμπεριφοράς- τεχνικές , προκειμένου να χειριστεί τα παραπάνω προβλήματα όπως:

Αντιμετώπιση

Το παιδί καλό είναι να φοιτά σε ολιγομελή τμήματα.

Να κάθεται στο πρώτο θρανίο και απέναντι από το δάσκαλο για άμεση επικοινωνία και έλεγχο. Επίσης να είναι μακριά από παράθυρα για να μην αποσπάται η προσοχή του.

Το παιδί που θα κάθεται δίπλα τους θα πρέπει, εφόσον είναι εφικτό, να είναι ήσυχο, ώστε να του προσφέρει ένα θετικό μοντέλο προς μίμηση.

Είναι απαραίτητη η καθιέρωση κανόνων αποδεκτής συμπεριφοράς μετά από συμφωνία δασκάλου και μαθητών.

Αρχίζει με λίγους και απλούς και να έχουν συνέχεια. Σκοπός των κανόνων είναι να καταλάβει το παιδί πότε είναι αποδεκτή η συμπεριφορά του και πότε όχι.

Να αποφεύγεται η άμεση παρατήρηση.

Οι διαταγές ή οι απειλές για τιμωρία τις περισσότερες φορές έχουν ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της κατάστασης. Πρέπει πρώτα να τον προειδοποιήσει και τέλος να έρθει η τιμωρία.

Όσον αφορά την ολοκλήρωση των σχολικών εργασιών, ο δάσκαλος χρειάζεται να ξέρει ότι το παιδί μειονεκτεί σε αυτό τον τομέα.

Ο λόγος που το παιδί δεν είναι σε θέση να διατηρεί για πολλή ώρα την προσοχή του σε κάτι, ιδιαίτερα όταν αυτό δεν είναι πολύ ενδιαφέρον, και συχνά ενεργεί πιο γρήγορα από ότι σκέφτεται. Όσες εργασίες του φαίνονται εύκολες τις αρχίζει αμέσως, χωρίς να έχει αντιληφθεί επαρκώς τις οδηγίες.

Όσες όμως του φαίνονται πολύπλοκες και δύσκολες με ευχαρίστηση αρνείται να τις κάνει. Ακόμα από τη στιγμή που θα αρχίσει μια εργασία, δυσκολεύεται να παραμείνει σε αυτή και τελικά να την ολοκληρώσει.

Να δίνονται μικροί στόχοι για να είναι σε θέση το παιδί να τις φέρει σε πέρας και με επιτυχία.

Επιβράβευση κάθε προσπάθειας ακόμα και αν η επιτυχία είναι πολύ μικρή.

Σε περίπτωση συνεχούς απογοήτευσης να διακόπτουμε την προσπάθεια του παιδιού με τρόπο, δίνοντάς του άλλη δραστηριότητα που θα είναι πιο εύκολη και θα το ξεκουράσει.

Εκτέλεση της εργασίας από κοινού παιδιού - δασκάλου όταν το παιδί δυσκολεύεται. Στο τέλος το παιδί να εκτελεί μόνο του την εργασία.

Για να βελτιωθούν οι ακουστικές ικανότητες καλό είναι να χρησιμοποιούνται τραγούδια και κασέτες ήχων και ποιημάτων.

Οι εργασίες να είναι τμηματικές και ολιγοσέλιδες.

Οι σελίδες των εργασιών να είναι μεγενθυμένες και χρωματιστές. Να χρησιμοποιούνται εκπαιδευτικά φιλμ- ντοκιμαντέρ.

Ενημέρωση γονέων για τα προβλήματα και την πρόοδο του παιδιού. Να υπάρχει συνεργασία και βοήθεια γονέων και δασκάλου έτσι ώστε από κοινού θα συμβάλλουν στης σωστή εκπαίδευση του παιδιού.

Τα παιδιά χρειάζονται ευκαιρίες για κίνηση, οι οποίες μάλιστα να είναι απόλυτα κατευθυνόμενες. Μπορούν να τους δίνονται μικρές παραγγελίες , οι οποίες όμως πρέπει να σχετίζονται πάντα με κάποιο στόχο, όπως να πάει στο γραφείο των δασκάλων να φέρει κιμωλίες κ.λ.π.. Καλό είναι να συνοδεύεται και από κάποιο συμμαθητή του.

Χρήσιμη είναι η συμμετοχή του παιδιού στη γυμναστική και στα αθλητικά προγράμματα τα οποία δίνουν διέξοδο στην υπερκινητικότητα και βελτιώνουν την κοινωνική συμπεριφορά του. Την ώρα της γυμναστικής πρέπει ο δάσκαλος να γνωρίζει ότι στις δύσκολες φάσεις χρειάζεται να προσέχει ιδιαίτερα το υπερκινητικό παιδί.

Κατά την ώρα του ελεύθερου παιχνιδιού χρειάζεται να το απασχολεί με μια « βοηθητική εργασία » , ειδάλλως το υπερκινητικό παιδί κινδυνεύει να χτυπήσει τα άλλα παιδιά.

Σε κάθε περίπτωση είναι ευκολότερο να αντικαταστήσουμε μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά με μια άλλη πιο αποδεκτή, παρά να την εξαλείψουμε.

Το παιδί πρέπει να νιώθει ότι δεν είναι αδιάφορο στο δάσκαλο, ότι αυτός δεν το θεωρεί « διαταρακτικό στοιχείο » και δεν νιώθει εχθρικά απέναντί του.

Κάθε παρέμβαση να συνοδεύεται από αγάπη, ενδιαφέρον και εμπιστοσύνη προς το παιδί.

ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

Τα παιδιά αυτά χρειάζονται καθοδήγηση και εξάσκηση για να μάθουν να ολοκληρώνουν τις σχολικές εργασίες τους. Στα πλαίσια αυτά μπορεί να οριστεί ένα «υπεύθυνο πρόσωπο», η μητέρα, ο πατέρας, η γιαγιά, ή κάποιο εκτός της οικογένειας.

Πρώτα από όλα , το παιδί πρέπει να γνωρίζει σαφώς το χρόνο και το χρόνο της μελέτης.

Αν αφήσουμε να μεσολαβήσει κάποιο χρονικό διάστημα ανάμεσα στο φαγητό και στο διάβασμα για παιχνίδι, τότε το παιδί δυσκολεύεται να επιστρέψει στα μαθήματά του.

Οι Goldstein & Goldstein (1990) έχουν αποδείξει ότι αυτό που ασκεί ιδιαίτερα θετική επίδραση είναι η χαρά που δημιουργείται από τη μάθηση και την ενασχόληση με το μαθησιακό υλικό μέσω του υπολογιστή. Η προθυμία των παιδιών να παραμένουν περισσότερη ώρα σε κάποια δραστηριότητα αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό.



ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΚΡΙΝΟΥΝ ΤΟ ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΠΛΗΘΥΣΜΟΎ



-Η πολιτική - θρησκευτική - κοινωνική διάσταση ανάμεσα στο κράτος καταγωγής και κράτους μετεγκατάστασης.

-H ψυχοφθόρα προσπάθεια που καταβάλλει στη διαδικασία προσαρμογής του στη νέα χώρα.

-H παραμονή του υπερκινητικού παιδιού σε χώρους διαμονής με πολλά άτομα μαζί .

-Η απόρριψη και η συνεχής σύγκριση που βιώνει καθημερινά στο σχολικό αλλά και κοινωνικό περιβάλλον.

-H ανικανότητα του σχολικού περιβάλλοντος και η ανυπαρξία πρόβλεψης κατάλληλου παιδαγωγικού συστήματος για τα παιδιά αυτά.

-Η απασχόλησή τους σε τακτά χρονικά διαστήματα στις εργασίες των γονιών τους.

-Η δημιουργία αλλά και η εμφάνιση πολλών οικογενειακών διαταραχών.

-Η συνεχής ψυχολογική επιβάρυνση εξαιτίας του φόβου της απέλασης (στις περιπτώσεις που δεν τηρούν οι οικογένειές τους τις νόμιμες προϋποθέσεις).

ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΥΓΕΙΑΣ

Τα υπερκινητικά παιδιά εμφανίζονται πιο ευαίσθητα και αυτό οφείλεται ή στην υπερκινητικότητα ή σε κληρονομικούς παράγοντες, στο μη κανονικά ανεπτυγμένο ανοσοποιητικό σύστημα και στη δυσκολία προσαρμογής του στο περιβάλλον.

Τα προβλήματα είναι:

1. Ωτορινολαρυγγολογικής φύσεως.

2. Παθήσεις του γαστρεντερικού συστήματος.

3. Αναπνευστικές παθήσεις.

4. Ψυχοσωματικές καταστάσεις.

5. Διαταραχές λόγου.

6. Δερματικά προβλήματα.

7. Αβιταμινώσεις.

8. Διαταραχές στη συμπεριφορά του.

ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ

Τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες τραυματισμού από ατυχήματα σε σύγκριση με τα φυσιολογικά παιδιά. Τα παιδιά αυτά περιγράφονται ως επιρρεπή σε ατυχήματα σε ποσοστό μέχρι και 57%, π.χ. κάταγμα, σπάσιμο δοντιών, δηλητηρίαση κ.τ.λ.

Ο κύριος όμως λόγος που οδηγεί τα παιδιά σε περισσότερα ατυχήματα δεν φαίνεται να είναι το αυξημένο επίπεδο κινητικότητας ή παρορμητικότητας που τα διακρίνει, αλλά η επιθετική συμπεριφορά.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙ

1. Τραυματισμός κατά τη διάρκεια ενός αγώνα αθλοπαιδιών.

2. Καίγεται στα χέρια ενώ παίζει με τα σπίρτα ή προκαλεί πυρκαγιές, συνήθως τα συνοδεύει τάση πυρομανίας.

3. Τραυματίζεται όταν συμμετέχει σε πράξεις χουλιγκανισμού, κλοπής και βανδαλισμού και συγκεκριμένα από σπάσιμο τζαμιών (συχνή ενέργεια υπερκινητικών παιδιών).

4. Αυτοτραυματισμός μετά από μανιακά επεισόδια.

5. Συχνά τραυματίζεται σε παιδικές χαρές.

6. Είναι συχνά θύμα ηλεκτροπληξίας.

7. Τραυματισμός στα δάχτυλα των άνω άκρων λόγω υπερβολικής έκθεσης στο ψύχος η από την προσπάθεια επισκευής του ποδηλάτου ή της μηχανής του.

8. Πέφτει ενώ περπατά και συνήθως χτυπά το κεφάλι του.

9. Τραυματίζεται πέφτοντας από το ποδήλατο του.

10. Καταπίνει αντικείμενα από συναρμολογούμενα παιχνίδια ή διάφορα είδη τροφής, όπως π.χ. ολόκληρες ελιές ή δηλητηριάζεται κατά λάθος από απορρυπαντικά.

11. Είναι συχνά θύμα ή τραυματίζεται από επικίνδυνα παιδικά παιχνίδια π.χ. πιστόλια με πλαστικές σφαίρες.

12. Προκαλεί ατυχήματα ή τραυματίζεται από χειρισμό αγροτικών μηχανημάτων. (Αυτό παρατηρήθηκε σε υπερκινητικά παιδιά ηλικίας 12-15 ετών που ζουν σε αγροκτηνοτροφικές περιοχές).

13. Συχνά τραυματίζεται στο χώρο εργασίας από ξυλουργικά μηχανήματα ή πέφτει από σκαλωσιές οικοδόμων. (Παρατηρήθηκε σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό σε εργαζόμενα υπερκινητικά παιδιά που έχουν εγκαταλείψει το σχολείο).

14. Προκαλεί δυστυχήματα ή τραυματίζεται από υπερβολική ταχύτητα και χρήση αλκοόλ.

Η ΟΜΑΔΑ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

(Ο.Β.Υ.Π.)

Η Ομάδα Βοήθειας Υπερκινητικών Παιδιών ιδρύθηκε το 1977 στην Αγγλία από τη Σάλι Μπάντεΐ και τη μητέρα της Αΐρίν Κόλκαχουν. Ήταν το άμεσο αποτέλεσμα των εμπειριών της Σάλι με το δικό της γιο. Το 1979 αναγνωρίστηκε ως μη κερδοσκοπικό ίδρυμα.

Σκοποί της ομάδας είναι:

- Να βοηθήσει και να στηρίξει το υπερκινητικό παιδί και την οικογένειά του (όχι οικονομικά).

- Να ενθαρρύνει το σχηματισμό τοπικών ομάδων για αμοιβαία υποστήριξη και κατανόηση.

- Να κινήσει το ενδιαφέρον του ιατρικού κόσμου και των αρχών.

- Να προωθήσει την άμεση έρευνα για τα αίτια της υπερκινητικότητας.

- Να πιέσει για έγκαιρη και σωστή διάγνωση της υπερκινητικότητας, πιθανές θεραπείες και τρόπους αντιμετώπισης της.

Μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη ήταν η ίδρυση πολλών οργανώσεων για τη στήριξη των γονέων που είχαν παιδιά με ΔΕΠ-Υ. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '80 εμφανίστηκαν στις Η.Π.Α. τουλάχιστον 100 τέτοιες οργανώσεις (Barkley, 1998).

Καθώς επίσης και στην Αγγλία.

Αυτή η κινητοποίηση από οικογένειες παιδιών με ΔΕΠ-Υ είχε ως αποτέλεσμα την άσκηση πίεσης στην πολιτεία για μια πιο αποτελεσματικότερη οργάνωση των υπηρεσιών που παρέχονταν σε αυτά τα παιδιά, ιδιαίτερα στα πλαίσια της εκπαίδευσης.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμη κάτι αντίστοιχο.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Οι γονείς του υπερκινητικού παιδιού αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθεια που καταβάλουν για να κατανοήσουν το πρόβλημα του παιδιού τους.

Εκείνο που υποχρεούνται να κάνουν είναι σε πρώτη φάση να ενημερωθούν για την υπερκινητικότητα του παιδιού τους και να αποδεχτούν το γεγονός ότι έχουν ν' ασχοληθούν με μια δύσκολη περίπτωση.

Από εκεί και πέρα να προσαρμόσουν την συμπεριφορά τους στην «προβληματικότητα» και να χειρισθούν το θέμα με υπομονή και συγκαταβατικότητα.

Σωστό θα ήταν να αποφεύγουν τις συγκρούσεις, τις εκδηλώσεις θυμού, τις απορριπτικές προτάσεις, την σύγκριση του υπερκινητικού παιδιού με τα άλλα και την αδιαφορία προς αυτό ως προϊόν απογοήτευσης.

Το υπερκινητικό παιδί πρέπει να καταλάβει ότι εκείνο που θα εισπράξει απ' τους γονείς του είναι μια συνεπής, ενθαρρυντική και οργανωμένη στάση που θα το βοηθήσει να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα δραστηριοτήτων μέσα στο σπίτι, να μάθει να περιποιείται τον εαυτό του, να επιβραβεύεται σε περίπτωση καλής συμπεριφοράς, να δέχεται παρατηρήσεις, να λαμβάνει βοήθεια στην σχολική του εργασία.

Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν χρόνο και κόπωση απ' την πλευρά των γονιών.

Αυτό που προέχει στη συμπεριφορά τους είναι η σταθερή γραμμή στη στάση τους, η υπομονή, η αποφυγή «νευρωτικού κλίματος», προγραμματισμένη αλλά και επιστημονικά ελεγμένη βοήθεια στις μαθησιακές και επικοινωνιακές ανάγκες του παιδιού.

Ακόμα προϋποθέτει συνεχή ετοιμότητα, παρατηρητικότητα και άμεση ικανότητα εναλλαγής ρόλων, ανάλογα με τις καταστάσεις που δημιουργούνται και που δεν είναι και τόσο ευχάριστες.

Δύσκολη προσπάθεια, αξίζει όμως, αν θέλουν να δουν το παιδί τους να βελτιώνεται, να «ορίζει» την επιθετικότητα του, να συνεργάζεται με τους άλλους, να μεθοδεύει τις κινήσεις του.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ
Στην περίπτωση του υπερκινητικού παιδιού ο ρόλος του ειδικού είναι σημαντικός.

Αυτός πρέπει να αναλάβει να δώσει λύση στο βασικό πρόβλημα και να βοηθήσει το παιδί να αναπτύξει κοινωνική συμπεριφορά.

Οι στόχοι αυτοί μπορεί να επιτευχθούν κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες:

1. Ο ειδικός οφείλει να γνωρίζει το υπερκινητικό παιδί. Πρέπει να λάβει πληροφορίες για την απαρχή του προβλήματος, τη συμπεριφορά του, τις ειδικές ανάγκες του για να αποκτήσει μια σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης του παιδιού. Τις πληροφορίες θα τις λάβει από τους γονείς και τους δασκάλους.

2. Σε δεύτερη φάση, ο ειδικός μπορεί να πληροφορηθεί προκειμένου να βοηθήσει το υπερκινητικό παιδί. Τούτο σημαίνει ότι υπήρχαν προσπάθειες είτε από κάποιον ειδικό είτε απ' την ίδια την οικογένεια. Έτσι θα μπορέσει να μεθοδεύσει την συμπεριφορά του και να παράσχει ουσιαστική βοήθεια στο παιδί.

3. Ο ειδικός πρέπει να δει ακόμη τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει στην περίπτωση του παιδιού που αναλαμβάνει. Οι δυσκολίες αυτές μπορεί να προκύπτουν είτε από τη φύση του προβλήματος είτε από το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού.

4. Μεγάλη σημασία πρέπει να δώσει ο ειδικός στη «γρήγορη ανακούφιση» των συμπτωμάτων του υπερκινητικού παιδιού και αυτό γιατί έχουμε να κάνουμε με ένα εξαντλημένο παιδί, από ψυχολογικής αλλά και από σωματικής κατάστασης. Ο ειδικός δεν πρέπει να υπόσχεται τίποτα που δεν θα πραγματοποιηθεί σίγουρα αλλά και σύντομα. Το υπερκινητικό παιδί, με λίγα λόγια θέλει πρακτικές λύσεις, άμεση βοήθεια αλλά και ορατά αποτελέσματα. Όλα αυτά προϋποθέτουν από τον ειδικό επιμονή, υπομονή, λεπτούς χειρισμούς αλλά και σταδιακή αύξηση του αριθμού των συνεδριών του με το υπερκινητικό παιδί.

5. Σημαντικό ρόλο παίζει η θετική ή αρνητική στάση του ειδικού όσο αφορά τις συχνές στιγμές αδυναμίας του παιδιού, που εκδηλώνονται με χαμηλή αυτοεκτίμηση, ελλιπή αυτοέλεγχο και με έντονο το στοιχείο της απογοήτευσης.

Έχει διαπιστωθεί ότι αν ο ειδικός είναι κατάλληλα ενημερωμένος και εκπαιδευμένος και με την ανάλογη εμπειρία, θα αντιμετωπίσει όχι μόνο πιο εύκολα τις συναισθηματικές κρίσεις του παιδιού αλλά και την απόλυτη εμπιστοσύνη του.

Το υπερκινητικό παιδί δίνει μεγάλη σημασία στον άνθρωπο (ειδικό) που του υπόσχεται ότι θα το βοηθήσει.

Είναι μια εσωτερική δύναμη, ένα έσχατο μέσο αυτοβοήθειας που διαθέτει είτε από ένστικτο είτε από εμπειρία, ο εσωτερικός κόσμος του υπερκινητικού παιδιού.

Τέλος, εκείνο που θα αποτελέσει άξονα πάνω στο οποίο θα κινηθεί ο ειδικός είναι η συμπεριφορά του υπερκινητικού παιδιού. Έτσι θα εργασθεί στοχεύοντας στην εξαφάνιση της αντικοινωνικής στάσης του παιδιού, στη μείωση της εχθρικής του στάσης ή της παραβατικής του συμπεριφοράς, εφόσον διαγνωστεί ότι η κατάσταση του παιδιού εμφανίζει στοιχεία μη προσαρμογής στο κοινωνικό περιβάλλον.

Αυτές οι στοχεύσεις θα γίνουν με την υιοθέτηση στρατηγικών και φυσικά με τη συνδρομή των γονέων και των δασκάλων που πρέπει να κατευθύνουν τη στάση τους προς το επιθυμητό στόχο, δηλαδή την ομαλή ενσωμάτωση του υπερκινητικού παιδιού.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Οι γονείς του υπερκινητικού παιδιού πρέπει να βρίσκονται σε συνεχή συναγερμό για να αποφύγουν τους κινδύνους. Για κάθε παιδί, οι πόρτες και οι αυλόπορτες θα πρέπει να είναι ασφαλείς. Επίσης να είναι έτοιμοι για να επαναλάβουν πολλές φορές τις εντολές και οδηγίες τις οποίες ένα φυσιολογικό παιδί μαθαίνει γρήγορα.

Τα περισσότερα παιδιά δεν ανταποκρίνονται, ακούγοντας μόνο τη φωνή. Δεν σημαίνει ότι αγνοούν το γονιό, απλώς δεν επεξεργάζονται φυσιολογικά τις εισερχόμενες πληροφορίες.

Πρέπει να αγγίζουν το παιδί για να τραβήξουν την προσοχή του.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να κάνει κάτι που πρέπει να γίνει, είναι ένα απότομο χτύπημα στο καρπό η στο γλουτό.

Άλλη προβληματική κατάσταση είναι η ώρα του φαγητού. Μπορεί να αρχίσει να πηδάει, να τρέχει γύρω από το τραπέζι ή να κρυφτεί κάτω από αυτό. Αντί γι' αυτό, πάρτε απλώς το κουτάλι και ταΐστε το παιδί.

Καλύτερα να αποφεύγετε τις πολυπληθείς συγκεντρώσεις, για να προλάβετε τη δημιουργία προβλημάτων σε όλους τους παρόντες.

Όταν πρέπει να επιβληθεί ένας περιορισμός είναι βασικό να κατηγορείτε τη συμπεριφορά και όχι το παιδί.

Το να είσαι γονιός υπερκινητικού παιδιού είναι από τις πιο δύσκολες δουλειές.

Αγνοήστε το κουτσομπολιό και την κριτική και προσπαθήστε να πληροφορηθούν όλοι για τις αιτίες της υπερκινητικότητας και για τη φροντίδα του υπερκινητικού παιδιού.

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Μ' ΕΝΑ ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟ ΠΑΙΔΙ

Το παιδί από μωρό μπορεί να επιδείξει μια ασυνήθιστη συμπεριφορά, που σ' έναν ενήλικο θα χαρακτηριζόταν ως διανοητική ασθένεια βαριάς μορφής.

Η συμβίωση με κάποιον που είναι ανίκανος να σταθεί ακίνητος, να κοιμηθεί, να ανταποκριθεί στην τρυφερότητα, να επιτύχει απλούς στόχους, με κάποιον ο οποίος υπόκειται σε ανεξέλεγκτους θυμούς, που μπορεί συνεχώς να θέτει τον εαυτό του και τους άλλους σε κίνδυνο, ενώ δεν ανταποκρίνεται σε παρακλήσεις, είναι συναισθηματικός μαραθώνιος!

Όλοι οι γονείς (κυρίως οι μητέρες) υπερκινητικών παιδιών, βρίσκονται κάτω από ένα σχεδόν αβάσταχτο άγχος, το οποίο σπάνια γίνεται κατανοητό από τον έξω κόσμο.

Σε πολλές περιπτώσεις αυτό το άγχος οδηγεί τη μητέρα στην αναζήτηση προσωπικής βοήθειας από ηρεμιστικά.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η αντιμετώπιση της υπερκινητικότητας μπορεί να γίνει με ποικίλους τρόπους: τη χορήγηση φαρμάκων, την ψυχοθεραπεία, τη συμβουλευτική γονέων και δασκάλων, την ειδική αγωγή, τη λογοθεραπεία.

Η χρήση φαρμάκων σε παιδιά δεν είναι επιθυμητή, αλλά συχνά είναι αναγκαία για να τεθεί υπό έλεγχο η συμπεριφορά του παιδιού.

Η απόφαση για χορήγηση φαρμάκων θα πρέπει να γίνεται μετά από πολύ προσεκτική εξέταση. Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα της κατάστασης του παιδιού. Δηλαδή, όταν συνυπάρχει κάποια καθυστέρηση στην ανάπτυξη με νευρολογικές ανεπάρκειες, όταν το παιδί είναι υπερβολικά ανήσυχο, διαταρακτικό ή όταν παρουσιάζει επίμονα δευτερογενή προβλήματα επιθετικότητας ή άρνησης σε τέτοιο βαθμό που η οικογένεια «πλέον δεν αντέχει».

Η φαρμακοθεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί επιπλέον, σε συνδυασμό με κάποια άλλη μορφή θεραπείας, και στις περιπτώσεις όπου το παιδί βρίσκεται σε μεγάλη διέγερση, παρουσιάζει σημαντικούς φόβους ή καταθλιπτική διάθεση, έχει χαμηλή αυτοεικόνα και αυτοπεποίθηση και όταν δεν έχει εμπιστοσύνη στην αξία του.

Ανεξάρτητα από το είδος του φαρμάκου που θα χορηγηθεί, είναι απαραίτητο να εκτιμηθεί επακριβώς κατά πόσον οι γονείς είναι σε θέση να δεχθούν ή επιθυμούν ένα τέτοιο γεγονός. Πρώτα απ' όλα, όμως, ο ειδικός πρέπει απαραιτή6τως να ενημερώσει πλήρως γι' αυτό τους γονείς και το παιδί.

Φάρμακα που χορηγούνται:

Καταρχήν χορηγούνται ψυχοδιεγερτικά (ψυχοφάρμακα) της ομάδας των αμφεταμινών, όπως είναι: το ritalin, το captagon, ή το dl (difference limen)-ampetaminsuitat, τα οποία αναμφίβολα ασκούν επίδραση διεγείροντας νευροδιαβιβαστικές ουσίες ( ενεργοποιούν νευροδιαβιβαστές, όπως την ντοπαμίνη). Η θεωρία της «υποδιέγερσης» του πρόσθιου εγκεφαλικού στελέχους στηρίζεται στην υπόθεση ότι τα διεγερτικά προκαλούν ενεργοποίηση και συνεπώς μια εξομάλυνση του μεταβολισμού του εγκεφάλου, που διαρκεί για όσο διάστημα ασκείται η επίδραση. Τα φάρμακα αυτά κάνουν το παιδί πιο «ξύπνιο», ενεργοποιούν την προσοχή του.

Έτσι δεν είναι απαραίτητο το παιδί να προσπαθεί από μόνο του να ενεργοποιηθεί και να παραμένει σε κατάσταση εγρήγορσης. Θεωρείται βέβαιο ότι το φάρμακο συμβάλλει στην καλύτερη «διοχέτευση» και στην ανασταλτική λειτουργία, με αποτέλεσμα να βελτιώνεται η ικανότητα αντίδρασης του ατόμου. Έρευνες έδειξαν ότι με τη φαρμακοθεραπεία τα παιδιά παρουσίασαν βελτίωση και στο χρόνο αντίδρασης και στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, γεγονός που είχε θετικό αντίκτυπο στη μαθησιακή τους ικανότητα

Βελτίωση παρουσίασαν και στη συμπεριφορά τους, καθώς μπορούσαν να περιμένουν πιο ήσυχα και να διατηρούν την προσοχή τους στην ίδια δραστηριότητα.

Η ριταλίνη (Ritalin), ουσία που έχει διερευνηθεί πληρέστερα και έχει χορηγηθεί περισσότερο, αρχίζει να επενεργεί κατά κανόνα 20- 30 λεπτά μετά τη χορήγησή της.

Η διάρκεια επίδρασης της στο επίπεδο της συμπεριφοράς κορυφώνεται μέσα σε χρονικό διάστημα από μία έως τρεις ώρες. Η επίδρασή της σταματά περίπου μετά από 4-6 ώρες. Κατά κανόνα, χορηγούνται καθημερινά δύο δόσεις ( η πρωινή δόση είναι μεγαλύτερη από την απογευματινή). Η δοσολογία ρυθμίζεται ανάλογα με το σωματικό βάρος.

Παρόλα αυτά , τα φάρμακα δεν ασκούν σε όλα τα παιδιά τις ίδιες θετικές επιδράσεις.

Ένα ποσοστό περίπου 10 - 30% των παιδιών δεν ανταποκρίνεται στη φαρμακοθεραπεία ή παρουσιάζει ακόμη και επιδείνωση στη συγκέντρωση. Κάποια από τα παιδιά αυτά γίνονται ακόμη πιο ανήσυχα και διεγείρονται περισσότερο. Για ορισμένα άτομα η θεραπεία αυτή δεν είναι ενδεδειγμένη. Επισημαίνεται περισσότερο ότι η ριταλίνη δεν πρέπει να χορηγείται σε παιδιά κάτω των 5 ετών. Σε αυτήν την περίπτωση ενδείκνυται κάποιο θειούχο παρασκεύασμα αμφεταμίνης σε σιρόπι (amphetamin - sulfat).

Εκτός από την παραπάνω ομάδα φαρμάκων, υπάρχουν και άλλες ουσίες που μπορούν να χορηγηθούν σε κάποιες περιπτώσεις, μεταξύ αυτών και τα αντικαταθλιπτικά. Τα αντικαταθλιπτικά ωστόσο θεωρούνται φάρμακα « δεύτερης κατηγορίας».

Στη Γερμανία ένα πολλά υποσχόμενο φάρμακο είναι η Moclebemid, ένας αναστολέας μονοαμινικής οξειδάσης που ασκεί συγκεκριμένη επίδραση στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα. Βέβαια η Moclebemid, έχει το πλεονέκτημα ότι δεν είναι ναρκωτικό.

Πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι υπό διερεύνηση είναι και οι υποθέσεις για θεραπεία μέσω της ομοιοπαθητικής και οι γιατροί δεν ακολουθούν τη φαρμακευτική μέθοδο για την αντιμετώπιση της υπερκινητικότητας.

ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Όταν δίνονται σαφείς και ακριβείς οδηγίες σχετικά με την μέγιστη δόση των φαρμάκων, τότε δεν υπάρχει κίνδυνος να εμφανιστούν οι παρενέργειες που όλοι φοβόμαστε, δηλαδή η επιβράδυνση της σωματικής ανάπτυξης εξαιτίας της εμφανούς απώλειας όρεξης, οι σοβαρές διαταραχές στον ύπνο. Όταν η δοσολογία δεν υπερβαίνει το 1mg ανά κιλό σωματικού βάρους, τότε δεν παρατηρείται καμία άλλη επίδραση. Είναι δυνατόν να παρατηρηθεί μείωση της όρεξης, προπαντός τις προμεσημβρινές ώρες, και αύξηση της όρεξης το βράδυ.

Με την έναρξη της θεραπείας παρατηρούνται μικρές ναυτίες, ιδίως 20 περίπου λεπτά μετά τη λήψη του φαρμάκου ή και κατά καιρούς μικρές ζαλάδες που συνήθως περνούν πολύ γρήγορα.

Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, όταν παρουσιάζονται κινητικά τικ. Οι συχνά εμφανιζόμενες διαταραχές ύπνου μπορούν επίσης να αντιμετωπιστούν με προγραμματισμένη αθλητική δραστηριότητα ή με άλλες δραστηριότητες, στις οποίες μπορεί να διοχετευθεί η ενεργητικότητα του παιδιού, ειδικά το απόγευμα.

Η κύρια επίδραση και οι ενδεχόμενες παρενέργειες θα πρέπει να συζητηθούν με τον υπεύθυνο γιατρό πριν την χορήγηση του φαρμάκου, μεταξύ άλλων και για να μην σοκαριστούν οι γονείς και οι πάσχοντες από τις οδηγίες που αναγράφονται στη συσκευασία του φαρμάκου.

Θα πρέπει να συζητηθεί και να επιλυθεί πλήρως το θέμα της πρόκλησης εθισμού εξαιτίας των διεγερτικών, επειδή γύρω από αυτό έχουν δημιουργηθεί οι περισσότερες και πιο λυπηρές παρανοήσεις.

Στις απόψεις που αντιτίθενται στη φαρμακοθεραπεία, έρχεται να προστεθεί και ο προβληματισμός ότι τα ψυχοφάρμακα είναι δυνατόν να παραμορφώσουν τα βιώματα του παιδιού και να διαστρεβλώσουν την αντίληψη που έχει για τον κόσμο.

Κατά τη διάρκεια της αγωγής είναι απαραίτητο να παρακολουθείται η συνολική κατάσταση της υγείας του παιδιού. Το ύψος, το βάρος και η πίεση του αίματος πρέπει να ελέγχονται τακτικά. Κατά περιόδους πρέπει να γίνονται εξετάσεις αίματος.

Θα πρέπει να υπάρχει επίσης μεγαλύτερη πληροφόρηση των εκπαιδευτικών σε ότι έχει σχέση με τη φαρμακοθεραπεία που υποβάλλεται το παιδί. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι εκπαιδευτικοί δεν θα προβαίνουν σε λανθασμένες εκτιμήσεις, όταν παρατηρούν το παιδί που θα έχει κάνει χρήση των φαρμάκων και θα βρίσκεται κάτω από την επήρεια τους.

Όταν σταθεροποιηθούν η συμπεριφορά και η ψυχική κατάσταση του παιδιού για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορούμε να σκεφτούμε τη διακοπή του φαρμάκου, προπαντός για να εξετάσουμε εάν το παιδί είναι σε θέση, με τη βοήθεια των νεοαποκτημένων στρατηγικών αντιμετώπισης, να ασκήσει καλύτερο αυτοέλεγχο.

Κάποιες φορές είναι απαραίτητο οι θεραπείες να διαρκέσουν μεγάλα χρονικά διαστήματα.ΑΛΛΑ ΕΙΔΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

Ψυχοθεραπεία

Η εφαρμογή καθαρά ψυχολογικών μεθόδων στην αντιμετώπιση της υπερκινητικότητας μπορεί να έχει είτε ψυχοδυναμική είτε συμπεριφοριστική κατεύθυνση με διαφορετικούς για την καθεμιά στόχους.

Η παραδοσιακή ψυχοθεραπεία έχει αποδειχθεί ότι λίγη μόνο αποτελεσματικότητα έχει στην αντιμετώπιση των βασικών συμπτωμάτων της υπερκινητικότητας, χρησιμοποιείται ωστόσο με αρκετή επιτυχία για την αντιμετώπιση των δευτερογενών της συμπτωμάτων, όπως είναι το χαμηλό αυτοσυναίσθημα, τα αισθήματα αποτυχίας και ανεπάρκειας που νιώθουν συχνά τα υπερκινητικά παιδιά και που τα οδηγούν σε αντικοινωνικές εκδηλώσεις.

Η θεραπεία της συμπεριφοράς εφαρμόζεται για τη βελτίωση της υπερκινητικής συμπεριφοράς του παιδιού. Η μέθοδος θεραπείας κατορθώνει, μέσω της αμοιβής ή της τιμωρίας, να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του παιδιού με αρκετή επιτυχία.

Μια ενδιαφέρουσα συμπεριφοριστική μέθοδος που απευθύνεται στις γνωστικές ικανότητες του παιδιού είναι η «γνωστική θεραπεία», με την οποία τα παιδιά διδάσκονται τρόπους λύσης προβλημάτων ή αυτοελέγχου με τη χρήση της αυτοενίσχυσης, της αυτοπαρατήρησης ή με την παροχή λεκτικών οδηγιών στον εαυτό του.

Ατομική ψυχοθεραπεία

Η ατομική ψυχοθεραπεία έχει επίσης προταθεί ως μέθοδος αντιμετώπισης της υπερκινητικότητας, χωρίς όμως να υπάρχουν θετικές ενδείξεις για βελτίωση των συμπτωμάτων της διαταραχής, όταν αυτή αποτελεί το μοναδικό είδος παρέμβασης. Ωστόσο, η μέθοδος αυτή θα μπορούσε να συνιστά μια βοηθητική παρέμβαση, σε συνδυασμό με άλλους μεθόδους, με σκοπό την αντιμετώπιση ορισμένων δευτερογενών συμπτωμάτων της υπερκινητικότητας, όπως είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Συστημική θεραπεία οικογένειας

Αυτή η μορφή θεραπείας βασίζεται στην υπόθεση ότι η οικογένεια αποτελεί ένα ενιαίο σύστημα, στο οποίο μια οποιαδήποτε δυσλειτουργία ενός από τα μέλη επηρεάζει το όλο σύστημα.

Ο θεραπευτής ενθαρρύνει τα μέλη να συζητήσουν και να ακούσουν τις απόψεις ο ένας του άλλου και να προσπαθήσουν να αντιληφθούν την άποψη του καθενός όταν προκύπτει κάποια σύγκρουση, την εξετάζουν και τη διερευνούν.

Έχει αποδειχθεί ότι δεν αρκεί οι γονείς να αποδεχθούν τη διαφορετικότητα του παιδιού τους αν δεν αλλάζουν οι δομές και οι τρόποι αλληλεπίδρασης στην οικογένεια σκόπιμα και προγραμματισμένα.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Η παιδαγωγική αντιμετώπιση του συνδρόμου της υπερκινητικότητας μπορεί να πάρει δύο μορφές: τη γενική και την ειδική.

Με την «ειδική» γίνεται προσπάθεια να διδαχθούν στο παιδί τρόποι, με ειδικές ασκήσεις, για να ξεπεράσει προβλήματα και ανεπάρκειες σε ιδιαίτερους τομείς της γνωστικής του ανάπτυξης, όπως: λογοθεραπεία ( για τη βελτίωση της άρθρωσης), αναγνωστικές ασκήσεις και ασκήσεις στον αντιληπτικό- κινητικό συντονισμό ( γραφή, πιάσιμο μπάλας, χορός, κ.α.)

Η γενική παιδαγωγική αντιμετώπιση περιλαμβάνει ουσιαστικά τη «δημιουργία κατάλληλων συνθηκών» όπου το παιδί μπορεί να συγκεντρωθεί και να φέρει σε πέρας μια σχολική δραστηριότητα, να μάθει μέσα στη σχολική τάξη μαζί με τα άλλα παιδιά.
ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΓΟΝΕΩΝ
Η συμβουλευτική αφορά την παροχή πληροφοριών στους γονείς ώστε να αντιμετωπίζουν με ορθότερο τρόπο το « πρόβλημα » του παιδιού. Αυτές αφορούν τη

« φύση » και τα « αίτια » της υπερκινητικότητας, καθώς και τρόπους παρέμβασης για την άμεση αντιμετώπιση των αρνητικών στοιχείων της συμπεριφοράς του παιδιού.

Στόχοι της είναι να καταστήσει τους γονείς ικανούς να αποδεχθούν το « πρόβλημα» του παιδιού, να αφήσουν το παιδί να κάνει πράγματα που κάνουν και τα άλλα παιδιά, να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες από το παιδί τους και κυρίως, να ξεπεράσουν τα συναισθήματα ενοχής που πολλοί από αυτούς - αδικαιολόγητα - δοκιμάζουν για την κατάσταση του παιδιού.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ
Πολλά παιδιά με υπερκινητικότητα αναπτύσσουν στο σχολείο δευτερογενή προβλήματα συμπεριφοράς, τα οποία δεν υπήρχαν νωρίτερα, εν μέρει ως αποτέλεσμα της αποτυχίας τους να προσαρμοστούν στους κανόνες που θέτει και απαιτεί το σχολείο.

Ο τρόπος με τον οποίο ο δάσκαλος της σχολικής τάξης αντιλαμβάνεται, ερμηνεύει και αντιμετωπίζει τις δυσκολίες αυτών των παιδιών παίζει εξέχοντα ρόλο στην εξέλιξή τους. Για αυτό είναι απαραίτητη η συνεργασία τους με τον ειδικό που παρακολουθεί το παιδί, προκειμένου να ενημερωθεί για τα συμπτώματα αυτής της διαταραχής καθώς και για τρόπους και τεχνικές που μπορούν να οδηγήσουν στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση ενός τέτοιου παιδιού στα πλαίσια της σχολικής τάξης.

Η συμμετοχή του δασκάλου στη θεραπευτική διαδικασία βοηθά στη χάραξη μιας κοινής πορείας παρέμβασης στο κλινικό, οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, έτσι ώστε οι αντιδράσεις του παιδιού να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο από τα σημαντικά πρόσωπα του περιβάλλοντός του.

Συχνά απαιτείται ένας συνδυασμός μεθόδων και όχι άκριτη προσκόλληση σε ένα συγκεκριμένο θεωρητικό πρότυπο. Εκεί όπου μία συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδος δεν φέρει κανένα αποτέλεσμα, πολλές φορές ο συνδυασμός περισσοτέρων τρόπων αντιμετώπισης έχει να παρουσιάσει εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Να τονιστεί επίσης ότι στο σχεδιασμό της θεραπευτικής αγωγής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένα χαρακτηριστικά του παιδιού που το διαφοροποιούν από άλλες περιπτώσεις π.χ. η ηλικία , το φύλο, οι ατομικές του ανάγκες και επιθυμίες, η ιδιοσυγκρασία του, οι εμπειρίες, η συγκεκριμένη μορφή που παίρνει το πρόβλημά του, το οικογενειακό περιβάλλον, το επίπεδο των γνωστικών ικανοτήτων ή ανεπαρκειών , κ.ά.
Η ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΩΝ
Η επιλογή του επαγγέλματος ενός υπερκινητικού ατόμου είναι δύσκολο έργο.

Με βάση το « προφίλ » του υπερκινητικού ατόμου έχει βρεθεί ότι κάποια επαγγέλματα δεν ταιριάζουν σε αυτόν.

Για παράδειγμα σε χώρους που επικρατεί γραφειοκρατία, σε επαγγέλματα που πρέπει να καταγίνεται με αρχειοθέτηση, ταξινόμηση κ.ά. ως τραπεζικός υπάλληλος, χειριστής Η/Υ, λογιστής, ηλεκτρολόγος, οδηγός οχημάτων, τροχονόμος και παρόμοιοι επαγγελματικοί ρόλοι.

Επαγγελματικοί ρόλοι που ταιριάζουν στο υπερκινητικό άτομο είναι: οικοδόμος, δικηγόρος, πολιτικός, ηθοποιός, υδραυλικός και διευθυντές επιχειρήσεων.

Επίσης τα επαγγέλματα που έχουν σχέση με την θρησκεία, τα ανθρωπιστικά επαγγέλματα, κρίνονται κατάλληλα.

Οι ρόλοι αυτοί ανταποκρίνονται στην ταυτότητα του υπερκινητικού, αφού του προσφέρουν την δυνατότητα να βοηθά τους άλλους και συγχρόνως να αυτοεπιβεβαιώνεται και να νιώθει δημιουργικός.

Η επιλογή επαγγέλματος είναι ένα μείζον θέμα και ένα κρίσιμο σημείο στην ζωή του υπερκινητικού ατόμου και πρέπει να γίνει με μεγάλη περίσκεψη και μεθοδικότητα, ώστε το άτομο να αισθανθεί ότι δεν βρίσκεται στο περιθώριο, ότι μπορεί να υφίσταται σε ένα κοινωνικό σύνολο.

Από έρευνες που έχουν γίνει καταγράφηκαν κάποιες δραστηριότητες που ενεργοποιούν τα υπερκινητικά άτομα και τα ικανοποιούν.

Κατά αυτόν τον τρόπο, ασχολίες όπως το κυνήγι, το υποβρύχιο ψάρεμα, η οδήγηση αυτοκινήτων και μηχανών, η ορειβασία, το κτίσιμο ενός σπιτιού αποτελούν σημεία αναφοράς.

Αντίθετα παιχνίδια όπως το σκάκι έχουν καταγραφεί ως ενάντια στην φύση των υπερκινητικών ατόμων, αφού απαιτούν κάποιο χρόνο, μεγάλη συγκέντρωση και καθηλώνουν το άτομο.

Θα ήταν ωφέλιμο για την κινητοποίηση των υπερκινητικών ατόμων να επιδιώκεται ενασχόληση με κάθε τι που θα αναδείξει τις ικανότητες τους και θα τους καταστήσει ωφέλιμους για τα άλλα άτομα, αλλά και για τον ίδιο τους τον εαυτό.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι σύγχρονες απαιτήσεις του περιβάλλοντος για αυτά τα παιδιά και τους εφήβους τους κάνουν τη ζωή δύσκολη. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται τα πράγματα παραμένει άγνωστος ή και ακατανόητος, και συχνά βιώνουν την παιδική ηλικία, τα νιάτα τους, ως μια σειρά αποτυχημένων εμπειριών και αισθημάτων ενοχής.

Οι τρόποι τους οποίους πολλές φορές τα παιδιά εξ ανάγκης χρειάζεται να υιοθετήσουν για να προστατεύσουν τον εαυτό τους είναι πολύ επισφαλείς. Κάτω από αυτούς κρύβεται μια μεγάλη ευαισθησία, μια καλή καρδιά που λαχταράει να ενεργήσει θετικά.




πηγή:imlarisis.gr