Αυτοί που μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ξέρουν. Καταλαβαίνουν.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια και περίτεχνες περιγραφές. Ψυχή και δόσιμο χρειάζεται. Αγνή αγάπη.
Σου παίρνει καιρό, ίσως χρόνια, ίσως και μια ζωή δεν φτάνει, να ζυγίσεις, να νιώσεις, να δουλέψεις και να χωρέσεις το κενό μέσα σου. Στην αρχή το αγνοείς. Δεν ξέρεις την ύπαρξή του. Δεν αντιλαμβάνεσαι πως κάτι λείπει. Όταν κάτι δεν το έχεις ζήσει, πώς μπορείς να αντιληφθείς την απουσία του;
Όταν κάτι υπήρξε στη ζωή σου κι αποφασίσει να βγει από αυτή, τότε ο χώρος που καταλάμβανε μένει άδειος κι εσύ ψάχνεις να βρεις υλικά να τον μπαζώσεις.
Παιδιά που μεγάλωσαν χωρίς πατέρα. Έφηβοι που έκρυψαν πίσω απ’ τα νεύρα τους, καταπιεσμένα συναισθήματα ετών. Ενήλικες που φορούν τη μάσκα του ατρόμητου κι ανεξάρτητου ανθρώπου.
Άνθρωποι που μένουν πάντα παιδιά. Έτσι αποκαλώ όσους είχαν το «προνόμιο» να μεγαλώσουν παράλληλα με το φευγιό του πατέρα τους. Αιώνια παιδιά, σκληραγωγημένα και πληγωμένα με ένα τρόπο που όποιος δεν το έχει ζήσει, δε θα μπορέσει να το αισθανθεί σε όλο του το μεγαλείο, αποζητούν πάντα όση αγάπη μπορείς να τους δώσεις.
Ξέρεις, δεν είναι και τόσο τραγικό να μεγαλώνεις χωρίς πατρική φιγούρα. Θα ξαφνιαστείς, θα σου κακοφανεί, θα κατεβάσεις μούτρα, μπορεί και να ανακουφιστείς. Κι έπειτα, θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου που θα σε κάνει να σκεφτείς πως πάντα υπάρχουν και χειρότερα.
Ο περισσότερος κόσμος πορεύεται με δύο γονείς. Άμα ο ένας χαθεί, έχεις τον άλλο για στήριγμα. Απ’ το να μην έχεις καθόλου πόδια, ας έχεις τουλάχιστον ένα.
Το χειρότερο είναι πως εσύ ξέρεις πως ο δικός σου γονιός κάπου ζει και βασιλεύει. Κάπου μακριά από σένα. Βλέπεις ο θάνατος είναι γεγονός τελεσίδικο. Όσο και να κλαις και να χτυπιέσαι, δεν υπάρχει τίποτε που μπορεί να φέρει πίσω αυτόν που χάθηκε.
Όταν ο άλλος, όμως, ζει κι επιλέγει συνειδητά να υπάρχει κάπου έξω από τη δική σου ζωή, είναι σαν να τρως χυλόπιτα στα μούτρα κάθε μέρα που στέκεσαι στα πόδια σου.
Κάπου εκεί έρχεται και σφηνώνει ο εγωισμός στη ρίζα των κυττάρων σου. Θυμώνεις, πεισμώνεις και προχωράς με ό,τι σου έχει απομείνει. Εάν εκείνος που σε έφερε στον κόσμο, θεωρεί πως η συνεισφορά του στη ζωή σου ήταν μια δωρεά σπέρματος, πολύ καλά έκανε η μοίρα και τον κράτησε μακριά σου. Κοντά σου μόνο προβλήματα θα δημιουργούσε.
Δεν είναι αστείο τα παιδιά. Δεν είναι λάθη που μπορείς να διορθώσεις. Ούτε επιλογές που μπορείς να ανατρέψεις. Είναι τα χέρια σου, τα πόδια σου και η καρδιά σου. Είναι κομμάτια σου αναπόσπαστα κι αν αντέχεις να ζεις χωρίς εκείνα, τότε είσαι πολύ λίγος για τα πάντα.
Οι άνθρωποι που μεγάλωσαν με το κενό του πατέρα νιώθουν πολλά, καταλαβαίνουν περισσότερα και εκφράζονται σπάνια. Βλέπεις, μεγάλωσαν απότομα.
Όσο δυνατή και να ήταν η μητέρα τους, έπρεπε κι εκείνα να σταθούν άξια στο πλευρό της. Να ωριμάσουν, να προσέχουν, να βρουν πρότυπα άξια να τους μοιάσουν. Αυτά τα παιδιά φαίνονται πιο δυνατά, πιο ανεξάρτητα και πιο αποφασισμένα.
Δεν είχαν πάντα κάποιον να τους κρατάει το χέρι και να τους προστατεύει απ’ τα άσχημα που βρέθηκαν στο δρόμο τους. Δεν είχαν πλάτες να ακουμπήσουν και μέσα για να ανέβουν ψηλά. Ούτε κάποιον να τους δασκαλεύει για όσα θα συναντήσουν μπροστά τους.
Είχαν, όμως, πάντα ένα παράδειγμα προς αποφυγήν. Κι αυτό, όσο να πεις, είναι μια καλή βάση για να χτίσεις τη ζωή σου.
Της Κατερίνας Χήναρη