Η λήξη του σχολικού έτους πλησιάζει και όλοι ετοιμάζουμε κάτι για κλείσουμε τη χρονιά με τον καλύτερο τρόπο.
“ΣΩΠΑ ΔΑΣΚΑΛΕ!” θεατρικό έργο για γιορτή
αποφοίτων βασισμένο σε κείμενα των: Καζαντζάκη, Βιζυηνού, Λουντέμη,
Χρηστοβασίλη, Αλεξίου, Βάρναλη.
Θεατρικό έργο που βασίζεται σε κείμενα των Ν. Καζαντζάκη, Γ.
Βιζυηνού, Μ. Λουντέμη, Ε. Αλεξίου, Χ. Χρηστοβασίλη, Κ. Βάρναλη. Το έργο
είναι κατάλληλο για γιορτή αποφοίτων στο τέλος της χρονιάς. Επειδή έχει
πολλούς ρόλους μπορούν να το ανεβάσουν και τα δύο (ή τρία) τμήματα της
έκτης τάξης.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Στη σημερινή γιορτή θα κάνουμε ένα νοερό ταξίδι, μια
περιήγηση στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας και θα δούμε τι έγραψαν για
τα σχολεία της παιδικής τους ηλικίας μεγάλοι Έλληνες λογοτέχνες του 19ου και 20ου αιώνα. Θα αρχίσουμε από το Νίκο Καζαντζάκη και το βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο».
ΦΙΛΟΣ 1: Για πες μας, Νίκο, τι θυμάσαι από τα σχολικά σου χρόνια;
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Όταν γίνηκα πέντε χρονών με πήγαν σε μια δασκάλα να με
μάθει να γράφω στην πλάκα γιώτες και κουλούρες, να μάθω να ζωγραφίζω,
σαν θα μεγαλώσω, τα γράμματα της αλφαβήτας. Ήταν μια αγαθή γυναικούλα,
κυρα-Αρετή την έλεγαν, κοντή, παχουλή, με μια κρεατοελιά, δεξιά στο
πιγούνι. Μου οδηγούσε το χέρι, μύριζε καφέ η ανάσα της και μου έδειχνε
πώς να κρατώ το κοντύλι και να κυβερνώ τα δάχτυλά μου.
ΦΙΛΟΣ 2: Φαντάζομαι πως δε θα την ήθελες για δασκάλα σου…
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Στην αρχή δεν την ήθελα, δεν μου άρεσε η ανάσα της, μα
σιγά σιγά, δεν ξέρω πώς, άρχισε να αλλάζει, να φεύγει η κρεατοελιά, να
λιγνεύει και να ομορφαίνει το πλαδαρό κορμί της.
ΦΙΛΟΣ 1: Σιγά σιγά θα μας πεις πως έγινε και όμορφη.
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Σχεδόν. Ύστερα από λίγες εβδομάδες, έγινε ένας άγγελος, λιγνός με κάτασπρο χιτώνα.
ΦΙΛΟΣ 2: Την ξαναείδες ποτέ αυτή τη δασκάλα σου;
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: Διάβηκαν τα χρόνια, ξενιτεύτηκα, γύρισα πάλι στην Κρήτη.
Πέρασα από το σπίτι της δασκάλας μου. Στο κατώφλι κάθονταν στον ήλιο
και λιάζονταν μια γριούλα. Τη γνώρισα από την κρεατοελιά στο πιγούνι. Τη
ζύγωσα της έδωκα γνώρα. Άρχισε να κλαίει από τη χαρά της. Και μια
στιγμή, δεν κρατήθηκα και τη ρώτησα: -Κυρά Αρετή της είπα, φορούσες ποτέ
άσπρο χιτώνα;
ΦΙΛΟΣ 1: Και τι σου απάντησε;