14 Νοεμβρίου 2015

Η Απελευθέρωση των Τρικάλων από την Γερμανική Κατοχή 1941-1944


Η Απελευθέρωση των Τρικάλων από την Γερμανική Κατοχή 1941-1944 – Σαν Σήμερα 18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944
Βασίλης Πάνος : Η σύμπτυξη των γερμανικών ναζιστικών στρατευμάτων από την περιοχή των Τρικάλων άρχισε από την 15η Οκτωβρίου 1944, μια σύμπτυξη που έδειχνε ότι η εγκατάλειψη της πόλης από τα ναζιστικά γερμανικά στρατεύματα Κατοχής ήταν πλέον ζήτημα λίγων ημερών.
Δύο κατευθύνσεις είχε κυρίως η σύμπτυξη των ναζιστικών γερμανικών τμημάτων που έδρευαν στην περιοχή Τρικάλων. Μια προς την κατεύθυνση της Λάρισας και ή άλλη προς την Καλαμπάκα-Γρεβενά-Κοζάνη ή Γιάννινα.
Ήδη, οι αντιστασιακές ομάδες των Τρικάλων των Ελασιτών και των Εαμίτων από τις επαφές-συνδέσμους που είχαν με γερμανούς αξιωματούχους μέσα από τη γερμανική διοίκηση Τρικάλων, γνώριζαν ότι σε λίγες μέρες επίκειται μεγάλη μεταφορά στρατιωτικού υλικού και ανδρών, οι οποίοι είχαν ειδοποιηθεί πριν από δύο μέρες.
Αλλά και από την συμπεριφορά των απλών γερμανών στρατιωτών της φρουράς των Τρικάλων φαινόταν, για πρώτη φορά, ο προσωρινός χαρακτήρας φύλαξης των επίμαχων σημείων της πόλης. Τους πρόδιδε κυρίως η κατήφεια στα πρόσωπά τους που σε τίποτα δεν έμοιαζε με την αλαζονική περηφάνια των προηγούμενων μηνών, όταν η πλάστιγγα των στρατιωτικών επιχειρήσεων δεν είχε γείρει ακόμη προς την πλευρά των Συμμαχικών δυνάμεων εναντίον του Ναζιστικού Άξονα.
Από την 16η του μηνός Οκτωβρίου μια πρωτόγνωρη βουβαμάρα είχε σκεπάσει όλη την πόλη. Η κινητικότητα των οχημάτων που παρατηρήθηκε στην πόλη μετά την 12η Οκτωβρίου ήταν εντελώς ασυνήθιστη και προμήνυε ότι κάτι σημαντικό θα συμβεί τις επόμενες μέρες.

Τη βουβαμάρα των Τρικαλινών τη διαδέχτηκε ο φόβος τις επόμενες μέρες, από το ενδεχόμενο ότι οι ναζιστικές γερμανικές δυνάμεις, φεύγοντας θα βομβαρδίσουν την πόλη ή θα ανατινάξουν κομβικά σημεία επικοινωνίας για να καθυστερήσουν τυχόν στρατιωτική προσβολή που θα επιχειρούσαν ομάδες Ελασιτών κατά την οπισθοχώρησή τους.
Ήδη, από ενέδρα αντιστασιακών ομάδων Ελασιτών στις 16 Οκτωβρίου γερμανικά στρατιωτικά τμήματα που κατευθυνόταν από Τρίκαλα προς Λάρισα επλήγησαν κοντά στο Ζάρκο με μεγάλες απώλειες.
Πολλοί τρικαλινοί φοβόταν τον πληγωμένο εγωισμό των ανώτερων αξιωματούχων των γερμανικών δυνάμεων που ορισμένοι στα Τρίκαλα είχαν ιδιαιτέρως διακριθεί για τη σκληρότητά τους ή τον φόβο που ήταν έντονα ζωγραφισμένος στα πρόσωπα των αξιωματούχων της Βέρμαχτ τους τελευταίους μήνες μη τυχόν και ξεσπάσει επάνω τους, όταν άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η ήττα τους ήταν πια αναπότρεπτη.
Μόνο μερικές μικρές ομάδες(5-10 παιδιών), Αετόπουλα, από τις βλάχικες συνοικίες των Κουτσομύλιων και της Αγίας Μονής από εννιά μέχρι δεκαπέντε χρόνων, τα οποία δεν καταλάβαιναν τι θα πει φόβος, κατά τη διέλευση των στρατιωτικών Καμιονιών σε πλήρη παραλλαγή με κλαδιά και φύλα, ερχόμενα από την Αθήνα και τις ενδιάμεσες πόλεις με κατεύθυνση Καλαμπάκα-Γρεβενά-Κοζάνη ή Γιάννινα, σταθμεύοντας για λίγο σε κάποια σημεία της πόλης, με τη πρόφαση, πουλώντας διάφορα φρούτα της εποχής, κυρίως σταφύλια, ή ζητώντας σοκολάτες από τους επιβαίνοντες τους κολλούσανε στο πίσω μέρος των οχημάτων μαγνητικές «χελώνες».
Οι μαγνητικές «χελώνες» ήταν εκρηκτικοί μηχανισμοί με ωρολογιακό μηχανισμό, οι οποίες έσκαγαν μετά από μισή ή μια ώρα, ανάλογα με τη ρύθμιση τους και τις προμηθεύονταν από τους Άγγλους, οι οποίοι τις έριχναν με αλεξίπτωτα πάνω στα κοντινά βουνά κατά κόρον.
Ο Τρικαλινός λαός από μέρες βρισκόταν σε μια ανήσυχη αναμονή, καθώς είχαν πληροφορηθεί από τα ραδιόφωνα τους που άκουγαν κρυφά τα βράδια, αλλά και από διαδόσεις που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα ότι πλησιάζει το τέλος της βάρβαρης Κατοχής και η αναχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων θα ξεκινούσε ώρα με την ώρα.
Ήδη, η Αθήνα από την 12η Οκτωβρίου ήταν πια μια ελεύθερη πόλη, γεγονός που σηματοδοτούσε και για την υπόλοιπη Ελλάδα το τέλος της πιο βάρβαρης Κατοχής που γνώρισε η Ελλάδα καθ΄όλη τη διάρκεια του 20ου αι.
Το απόγευμα της 17ης Οκτωβρίου1944 οι Γερμανοί διατάσουν γενική απαγόρευση της κυκλοφορίας και οι Τρικαλινοί όσοι εκείνη την ώρα κυκλοφορούσαν στους δρόμους κλείστηκαν στα σπίτια τους και ασφάλισαν με οποιοδήποτε μέσο πόρτες και παράθυρα.
Στις 18 Οκτωβρίου 1944 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα η τριμελής κυβερνητική επιτροπή, προετοιμάζοντας το έδαφος για την έλευση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Την ίδια μέρα 18/10/1944, μέρα που έμελε να εγκατασταθεί η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, στα Τρίκαλα τα ναζιστικά στρατεύματα από τα χαράματα ζέσταιναν τις μηχανές τους, έτοιμοι να εγκαταλείψουν την πιο πολυβασανισμένη περιοχή της Ελλάδας και την πόλη των Τρικάλων μια για πάντα.
Το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1944, ημέρα Τετάρτη- μια ιστορική ημέρα- και απορεί κανείς για πιο λόγο τόσο η Περιφερειακή Διοίκηση Τρικάλων όσο και ο Δήμος Τρικάλων, κόμματα, σύλλογοι και οργανώσεις δεν έχουν ανακοινώσει ακόμη κανένα πρόγραμμα εορτασμού της πόλης για τη μεγάλη ιστορική μέρα της Απελευθέρωσης των Τρικάλων από την πιο κτηνώδη βία και βαρβαρότητα, διάρκειας 3,5 περίπου χρόνων που επέφερε τόσες πολλές υλικές καταστροφές και τόσα πολλά ανθρώπινα θύματα.
Η επιχείρηση εκκένωσης των ναζιστικών γερμανικών στρατευμάτων άρχισε από τα μεσάνυχτα της 17η Οκτωβρίου 1944 με μικρές εκρήξεις σε διαφορά μέρη της πόλης, σε κτίρια και αποθήκες που χρησιμοποιήθηκαν για διοικητικές υπηρεσίες, όπως το τηλεφωνικό κέντρο της πόλης και άλλες μικρές αποθήκες στρατιωτικού υλικού. Την αποξήλωση των σημαιών της μισητής ναζιστικής σβάστικας από το φρούριο και άλλα διοικητικά κτίρια των Γερμανών.
Την ίδια ώρα ομάδες Ελασιτών που είχαν ειδοποιηθεί από το ΕΑΜ Τρικάλων για την επικείμενη εγκατάλειψη της πόλης βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τα Τρίκαλα και άλλες μικρότερες ομάδες Εφεδροελασιτών, είχαν εισχωρήσει στις συνοικίες και σε κεντρικά σημεία της πόλης με πλήρη μυστικότητα και καιροφυλαχτούσαν, αναμένοντας τις τελευταίες κινήσεις των γερμανών.
Η πληροφορία που τους ανησυχούσε περισσότερο ήταν ότι γερμανοί είχαν αποφασίσει να ανατινάξουν την Κεντρική σιδερένια γέφυρα. Πράγματι, αργά προς τα ξημερώματα και αφού άρχισαν να περνούν όλα τα μηχανοκίνητα οχήματα πάνω από την κεντρική σιδερένια γέφυρα μια μικρή επιλεγμένη μονάδα σαμποτέρ ειδική σε ανατινάξεις, αφού τοποθέτησαν τα εκρηκτικά, αρκετά για να καταστραφεί ολοσχερώς η γέφυρα, άπλωσαν το καλώδιο με το πυροδοτικό μηχανισμό και όταν ανέβηκαν και πάλι στα βάθρα της γέφυρας άφησαν πίσω τους μόνο ένα άοπλο γερμανό που θα πατούσε τον μοχλό πυροδότησης και οι υπόλοιποι σαμποτέρ απομακρύνθηκαν γρήγορα και επιβιβάστηκαν σε ένα μικρό στρατιωτικό όχημα, περιμένοντας τον σαμποτέρ.
Εκείνη τη στιγμή έκανε την εμφάνιση της κάτω από τη γέφυρα μια μικρή ομάδα Εφεδροελασιτών, οι οποίοι με καταιγιστικά πυρά σκότωσαν τον σαμποτέρ και το μικρό στρατιωτικό όχημα των υπόλοιπων σαμποτέρ, ακούγοντας τους πυροβολισμούς τράπηκε σε φυγή για να συναντήσει σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων την κυρίως φάλαγγα των γερμανικών μηχανοκίνητων οχημάτων που το τέλος της είχε φθάσει στο ύψος του ταχυδρομείου και η αρχή είχε περάσει τη γέφυρα του Τρικαίογλου με τότε γνωστό κέντρο της «Αύρας». Οι Εφεδροελασίτες αμέσως μετά αποσύνδεσαν τους εκρηκτικούς μηχανισμούς και έσωσαν από την καταστροφή την κεντρική σιδερένια γέφυρα πραγματικό κόσμημα της πόλης.
Η 18η Οκτωβρίου 1944 ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, λες και ο καιρός είχε συνωμοτήσει με όλες της δυνάμεις της φύσης για να αναγγείλει την ποθητή Απελευθέρωση των Τρικάλων. Οι Γερμανοί κατακτητές για να διευκολύνουν την αναχώρηση τους από τις πρώτες πρωινές ώρες της μέρας, γνωστοποίησαν στους Τρικαλινούς τις τελευταίες εντολές τους, χρησιμοποιώντας ένα γνωστό τελάλη της πόλης τον κ. Πάλλα.
Ο τελάλης πιστός στο καθήκον, αφού πρώτα του είχαν διαμηνύσει την τελευταία στιγμή την εντολή τους, μόλις χάραξε και το πρώτο φως ρόδισε τον τρικαλινό ορίζοντα άρχισε να περιέρχεται τους έρημους δρόμους της πόλης, κατά διαταγή της Κομανταντούρ, διαλαλώντας την είδηση ότι απαγορεύεται η κυκλοφορία παντός ανθρώπου ή ζώου μέχρι νεοτέρας διαταγής.
Ο μεγάλος ωροδείκτης της ώρας λίγες γραμμές ήθελε ακόμη για να φτάσει στον αριθμό 7 και ο μικρός ωροδείκτης στον αριθμό 6 και τότε μια τρομακτική έκρηξη συγκλόνισε τα Τρίκαλα. Οι Τρικαλινοί κλεισμένοι στα σπίτια τους πάγωσαν στην κυριολεξία από τον κρότο της μεγάλης έκρηξης, η οποία οι περισσότεροι υπέθεσαν ότι οι Γερμανοί βομβαρδίσουν τα Τρίκαλα ή στην καλύτερη περίπτωση ανατινάζουν κάποια κτίρια της πόλης, κάποιες γέφυρες και πίσω από τις αμπαρωμένες γρίλιες περίμεναν ότι μετά από λίγο θα ακολουθούσαν και άλλες μεγαλύτερες εκρήξεις.
Μετά την τρομακτική έκρηξη ακολούθησε μια ησυχία λες και τα πάντα είχαν παγώσει από τη διαρροή μιας παγωμένης σκόνης που είχε απλωθεί πάνω από τα Τρίκαλα. Η σιωπή διήρκησε περίπου μία ώρα, κατά τη διάρκεια της οποία κάποιοι τολμηροί Τρικαλινοί τόλμησαν να ξεμυτίσουν από τα σπίτια τους για δουν τι ακριβώς έγινε. Τα νέα ευτυχώς ήταν ευχάριστα και δεν άργησαν να διαδοθούν, περιτρέχοντας όλη την πόλη και διαδίδοντας και στους υπόλοιπους κατοίκους που δειλά-δειλά είχαν ανοίξει τα παραθυρόφυλλά τους ότι η μεγάλη έκρηξη οφείλονταν στην ανατίναξη της αποθήκης των πυρομαχικών στους στρατώνες της πόλης.
Οι περίοικοι των στρατώνων ξύπνησαν πανικόβλητοι από τον συθέμελο κλονισμό των σπιτιών από τη μεγάλη έκρηξη. Την έκρηξη ακολούθησε ο κρότος σπασμένων τζαμιών και άλλων βαρύγδουπων υλικών και πυκνή σκόνη απλώθηκε σε περίμετρο πεντακοσίων μέτρων, σκεπάζοντας τα πάντα. Οι περίοικοι των στρατώνων παρά το πανικό τους όταν η σκόνη κατακάθισε βγήκαν στους δρόμους και ήταν οι πρώτοι που είδαν ένα μεγάλο κομμάτι των στρατώνων μετά τη έκρηξη να χάσκει μισοκατεστραμμένο.
Όταν ο ωροδείκτης της ώρας μετά από λίγο πάτησε πάνω στον αριθμό 10 οι βόμβοι των μηχανοκίνητων οχημάτων ελαττώθηκε στους δρόμους της πόλης προς τη μεριά του Αγίου Κωνσταντίνου, του Σταθμού και της Μπάρας. Μόνο οι Τρικαλινοί που κατοικούσαν πέριξ του φρουρίου, κλειδαμπαρωμένοι ακόμη άκουγαν τον βόμβο των οχημάτων που έμοιαζε σαν ποδοβολητό αλόγων που ξέφρενα κάλπαζαν πάνω στην άσφαλτο.
Η βοή των πολυποίκιλων μηχανών ώθησε κάποιους Τρικαλινούς που κατοικούσαν κατά μήκος της οδού Ηπείρου να κοιτάξουν πίσω από τις κλειστές γρίλιες των παραθυρόφυλλων τα γερμανικά Καμιόνια που ήταν φορτωμένα με κάθε λογής εφόδια και υλικά, άλλα γεμάτα από ενόπλους οπλισμένους σαν αστακούς, ενώ άλλα οχήματα έσερναν κανόνια και βαριά όπλα. Δεκάδες μοτοσυκλέτες, απλές και άλλες με βάρκες και με οδηγούς πάνοπλους συνόδευαν τα οχήματα και μάρσαραν εκκωφαντικά τις μηχανές τους ανάμεσα από τον μηχανοκίνητο σιδερόφρακτο συρφετό της μεγάλης φάλαγγας που κινούμενη πάνω στην οδό Ηπείρου (Σαράφη) κατευθύνονταν προς την Καλαμπάκα.
Όταν και το τελευταίο όχημα χάθηκε στη στροφή του Κάστρου (στροφή Αγίου Στεφάνου), άρχισαν οι πρώτοι Τρικαλινοί να βγαίνουν στους έρημους δρόμους, με φανερή ακόμη στα πρόσωπά τους την ανησυχία, αναρωτώμενοι μεταξύ τους αν πράγματι πρόκειται για πραγματική αναχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων ή πρόκειται για κάποιο ελιγμό οπισθοχώρησης για να παγιδεύσουν τυχόν ένοπλες αντιστασιακές ομάδες των Ελασιτών που βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από τα Τρίκαλα.
Μετά από μισή ώρα αναμονής, καθώς ο βόμβος των σιδηρόφρακτων μηχανών άρχισε να λιγοστεύει, οι δρόμοι και οι πλατείες της πόλης γέμισαν από πλήθος κόσμου που παραληρούσε ξέφρενα, ζητωκραύγαζε, έκλαιε, χοροπηδούσε και γελούσε. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός που όλοι οι Τρικαλινοί που είχαν γεμίσει τις κεντρικές πλατείες και τους δρόμους αγκαλιάζονταν μεταξύ τους και όλο το ξέφρενο πλήθος έμοιαζε σαν μια απέραντη αγκαλιά. Παρέες, παρέες άρχισαν να τραγουδούν αντιστασιακά τραγούδια «Της λευτεριάς τ΄αγέρι φυσάει εμπρός, εμπρός κι όλοι μαζί, με μια φωνή, αδέρφια, ας πούμε εμπρός, εμπρός»,και τον εθνικό ύμνο και σημαίες γαλανόλευκες και κόκκινες ξεπρόβαλαν μέσα από το κινούμενο πλήθος που κατευθύνονταν από όλους τους δρόμους προς το κέντρο της πόλης.
Τον ξέφρενο ενθουσιασμό τον συμπλήρωσαν οι καμπανιστοί ήχοι των καμπαναριών των εκκλησιών που άρχισαν να κτυπούν χαρμόσυνα από όλες τι συνοικίες και στις βεράντες των σπιτιών κατά μήκος των κεντρικών δρόμων άρχισαν να κυματίζουν οι πρώτες γαλανόλευκες σημαίες.
Ο ήχος της καμπάνας του Αγίου Κωνσταντίνου ήταν ο δυνατότερος απ΄ όλα τα καμπαναριά των άλλων εκκλησιών και σκέπαζε τον ήχο απ΄όλες τις άλλες καμπάνες. Ξαφνικά μέσα σ΄αυτές τις χαρμόσυνες τυμπανοκρουσίες έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα ένοπλα τμήματα των ανταρτών του ΕΛΑΣ από τον δρόμο του Άγιο Κωνσταντίνου. το δρόμο της Αγία Μονής και το δρόμο της Μπάρας
Με την εμφάνισή τους, το τι έγινε δεν περιγράφεται, οι τρικαλινοί σύσσωμοι τους αποθέωσαν.‘Άλλοι τους σήκωναν πάνω στα χέρια τους, άλλοι στους ώμους, άλλοι τους φιλούσαν και τους αγκάλιαζαν και από τα πεζοδρόμια οι συγκεντρωμένοι τους χειροκροτούσαν και τους ζητωκραύγαζαν. Ένα πανηγύρι χαράς και γιορτής απλώθηκε σε όλη την πόλη που ποτέ έως τότε οι Τρικαλινοί δεν είχαν ξαναζήσει, και όσοι το έζησαν δεν πρόκειται να το ξεχάσουν ποτέ.
Οι ζητωκραυγές και ο ήχος των καμπανών ήταν τόσο μεγάλος που έφτασε μέχρι την φάλαγγα των ναζιστικών στρατευμάτων, η οποία η αρχή της είχε πλησιάσει το χωριό της Βασιλικής και ο επικεφαλής ταγματάρχης που τελούσε χρέη διοικητού σταμάτησε τη φάλαγγα γεμάτος ανησυχία και θυμό. Η συνεννόηση και η συζήτηση που ακολούθησε πάνω στο δρόμο με άλλους αξιωματικούς της πομπής έδειχνε ότι δεν υπήρχε ομοφωνία για το εγχείρημα που τους είχε ανακοινώσει ο επικεφαλής ότι είχε σκοπό να κανονιοβολήσει τα Τρίκαλα εκείνη τη στιγμή, σπέρνοντας το όλεθρο στην πόλη τη στιγμή που ο περισσότερος κόσμος είχε ξεχυθεί στους δρόμους και τις πλατειές και γιόρταζε την απελευθέρωσή του.
Φαίνεται ότι οι κατώτεροι αξιωματικοί τον απέτρεψαν από το δολοφονικό του εγχείρημα, αλλά την τελευταία στιγμή, ο επικεφαλής ταγματάρχης, μαινόμενος επιβιβάστηκε σε μια «Βάρκα» μοτοσυκλέτας με ένα μυδράλιο στημένο στο μπροστινό μέρος και παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής κατευθύνθηκε ξανά προς τα Τρίκαλα. Σκοπός του ήταν να σπείρει το όλεθρο στους ανύποπτους Τρικαλινούς που εκείνη την ώρα πανηγύριζαν την απελευθέρωση της πόλης.
Όμως, ευτυχώς το μόνο που πρόλαβε να κάνει, φτάνοντας στα πρώτα σπίτια της οδού Καλαμπάκας ήταν να ρίξει μερικές ριπές στο αέρα για να ξεθυμάνει το θυμό του, ακούγοντας τις γιορταστικές ριπές των Ελασιτών που είχαν μπει στη πόλη πήρε στροφή για να ξανασυναντήσει τα μηχανοκίνητα οχήματα που για λίγο είχαν σταματήσει πάνω στο δρόμο, αγναντεύοντας το χωριό Βασιλική στους απέναντι λόφους.
Η πομπή των οχημάτων συνέχισε την πορεία της προς την Καλαμπάκα με απόντα τον υποδιοικητή των γερμανικών δυνάμεων στα Τρίκαλα που ήταν ο ταγματάρχης της Βέρμαχτ, Κλόκεμπεργκ, οποίος ήταν ιδιαίτερα σκληρός και ήταν αυτός που διέταξε την εκτέλεση διά αγχόνης των 5 Τρικαλινών ΕΠΟΝιτών, Μπριάζη Ιωάννη 29 ετών, Στεργιόπουλο Κωνσταντίνο 27 ετών, Γάτσα Στέργιος 24 ετών, Τσανάκα Απόστολος 22 ετών, Σύρμπα Κώστα, 22 ετών, στην κεντρική πλατεία της πόλης. Ο Κλόκεμπεργκ, έφυγε τη προηγούμενη μέρα στις 4 το απόγευμα με αεροπλάνο από το πεδίο Άρεως(στο χώρο του σημερινού σταδίου).
Στα Τρίκαλα οι πανηγυρισμοί δεν έλεγαν να κοπάσουν και μια νέα πομπή ανέβασε ακόμη πιο ψηλά το κύμα του ενθουσιασμού που είχε καταβάλει όλους τους Τρικαλινούς, βλέποντας ομάδες από τα γύρω χωριά από γυναίκες, άνδρες και παιδιά να παρελαύνουν πεζοί, με κάρα και σούστες από όλες τις εισόδους των Τρικάλων με κόκκινες και γαλανόλευκες σημαίες και κρατώντας πανό και λάβαρα με συνθήματα της λευτεριάς και τραγουδώντας αντάρτικα και πατριωτικά τραγούδια κατευθύνονταν προς τις κεντρικές πλατείες της πόλης.
Οι καμπανοκρουσίες συνεχίζονταν για αρκετή ώρα και πολλοί ταπεινοί ιερείς των εκκλησιών που στάθηκαν δίπλα και αρκετοί βοήθησαν τον δοκιμαζόμενο και αγωνιζόμενο Τρικαλινό λαό που υπέφερε και μάτωσε από ένα ιδιαίτερο σκληρό και αιμοσταγή κατακτητή, ανέπεμπαν ευχές και ευχαριστίες προς τον Θεό για τη ποθητή Λευτεριά που ξαναγύρισε και πάλι σ΄αυτό το πολυβασανισμένο τόπο.
Το γιορταστικό σκηνικό το συμπλήρωσαν οι έφιπποι Ελασίτες, από τη θρυλική ταξιαρχία ιππικού του Ε.Λ.Α.Σ οι οποίοι μπαίνοντας στη πόλη ξεσήκωσαν νέα κύματα ενθουσιασμού και ζητωκραυγών, σκορπώντας ρίγη συγκινήσεως σε όλους τους παρευρισκομένους της μεγάλης γιορτής της Λευτεριάς των Τρικάλων που κερδήθηκε με τόσο πολύ αίμα και τόσες πολλές θυσίες του Τρικαλινού λαού.
Πηγή: Μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο: «Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΚΑΛΩΝ από την Γερμανική Κατοχή 1941-1944» που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις Εκδόσεις «Αγαπώ την πόλιν».