8 Ιανουαρίου 2020

Η ΖΩΗ ΠΕΡΝΑΕΙ

Σκέψου ἡ ζωὴ νὰ τραβάει τὸ δρόμο της καὶ σὺ νὰ λείπεις,
να’ ρχονται οἱ Ἄνοιξες μὲ πολλὰ διάπλατα παράθυρα, καὶ σὺ νὰ λείπεις,
να’ ρχονται τὰ κορίτσια στὰ παγκάκια τοῦ κήπου μὲ χρωματιστὰ φορέματα, καὶ σὺ νὰ λείπεις,
οἱ νέοι νὰ κολυμπᾶνε τὸ μεσημέρι, καὶ σὺ νὰ λείπεις,
ἕνα ἀνθισμένο δέντρο νὰ σκύβει στὸ νερό,
πολλὲς σημαῖες ν’ ἀνεμίζουν στὰ μπαλκόνια,
ν’ ἀνεβαίνει μιὰ παρέλαση τὴν ὁδὸ Σταδίου,
χιλιάδες κόσμος κρατώντας στὰ χέρια του κόκκινες σημαῖες,
κρατώντας ἐπιτέλους τὰ ὄνειρά του μέσα στὰ χέρια του,
νὰ λένε δυνατὰ τὴ λέξη σύντροφος, καὶ σὺ νὰ λείπεις,
ὕστερα ἕνα κλειδὶ νὰ στρίβει – ἡ κάμαρα να’ ναὶ σκοτεινή,
δυὸ στόματα νὰ φιλιοῦνται στὸν ἴσκιο, καὶ σὺ νὰ λείπεις,
σκέψου δυὸ κορμιὰ νὰ παίρνονται, καὶ σὺ νὰ κοιμᾶσαι κάτου ἀπ’ τὸ χῶμα,
καὶ τὰ κουμπιὰ τοῦ σακακιοῦ σου ν’ ἀντέχουν πιότερο ἀπὸ σένα
κάτου ἀπ’ τὸ χῶμα
κι ἡ σφαίρα ἡ σφηνωμένη στὴν καρδιά σου νὰ μὴ λιώνει,
ὅταν ἡ καρδιά σου, ποὺ τόσο ἀγάπησε τὸν κόσμο, θα’ χει λιώσει.
Από τις «Γειτονιές του κόσμου», του Γιάννη Ρίτσου, εκδόσεις Κέδρος

Η Άνοιξη, με τα πολλά διάπλατα παράθυρα, έφτασε. Χτύπησε την πόρτα μου. Μια δυο φορές. Απάντηση καμία. Έλειπα. Ξανάρθε πάλι αργότερα κουβαλώντας μαζί της όλη εκείνη την πανδαισία των χρωμάτων και των ευωδιών που και νεκρούς ανασταίνουν. Κι όμως, εγώ πάλι έλειπα.
Το απόσπασμα αυτό από τις Γειτονιές του κόσμου του Γ. Ρίτσου είναι ένα πρώτης τάξεως σπαρακτικό μήνυμα για όσους από εμάς απουσιάζουμε από τη ζωή. Εκεί συνίσταται η απουσία, το έλλειμμα μας. Ο θάνατος δεν είναι το μοναδικό σημείο όπου κανείς φανερώνει την απουσία του από τη ζωή. Υπάρχουν πολλοί, οι περισσότεροι ίσως, που ενώ δεν έχουν πεθάνει σωματικά, λείπουν από τον κόσμο των ζωντανών. Ο θάνατος θα παραμένει εσαεί το αδιαφιλονίκητο προνόμιο όσων έζησαν πραγματικά.
Κατά καιρούς διάφορες ουμανιστικές θεωρίες ήρθαν να υποστηρίξουν αυτή την περιβόητη αγάπη για τη ζωή, τις δραστηριότητες και τη μοναδικότητά της. Ώσπου στο τέλος αυτές οι θεωρίες έγιναν διαφήμιση, στοχεύοντας στην τόνωση του ανθρώπινου εγωισμού που πρέπει να προλάβει να τα ζήσει όλα πριν πεθάνει. Τι εννοούν «όλα»;
Να μπεις, και να βγεις κυρίως, από αμέτρητες συντροφικές σχέσεις, να ταξιδέψεις σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη, στο εξωτερικό εννοείται, η Ελλαδίτσα δε μας χωρά, να διασκεδάζεις κάθε μέρα έξω σε διαφορετικά κατά προτίμηση στέκια, να λες στους φίλους σου για τα νέα σου ενδιαφέροντα και τις νέες σου αγορές, δείχνοντας τους σε κάθε σας συνάντηση νέες φωτογραφίες από ταξίδια.
Κάπως έτσι το «carpe diem» και το «θέλουμε τον κόσμο όλο και τον θέλουμε τώρα» έγιναν εύπεπτες καραμέλες για ανυποψίαστους καταναλωτές. Έτσι, τα ταξίδια, οι σχέσεις, τα αισθήματα, η εργασία, τα ενδιαφέροντα και η διασκέδαση έγιναν προϊόντα έτοιμα προς πώληση και δυστυχώς προς κατανάλωση.
Ο τρόπος και η ποιότητα του ζην αλλοιώθηκαν σε βαθμό που να μην αναγνωρίζουμε ποιος και γιατί ζει στη θέση μας. Η ζωή, η μακροζωία και η ευζωία μπερδεύτηκαν και προέκυψε ένα νέο είδος ζωής: η φυτοζωία.
Ο ποιητής σπαράζει και μας προκαλεί. Όπως σε όλες τις μεγάλες αλήθειες που υπάρχουν, άσχετα με το εάν εμείς τις καταλαβαίνουμε ή όχι, έτσι και η ζωή συνεχίζει να υπάρχει με ή δίχως εμάς. Το να λείπεις από τη ζωή δίχως να έχει έρθει ο σωματικός σου θάνατος είναι ένα έγκλημα ασυγχώρητο πρώτα στον ίδιο σου τον εαυτό κι έπειτα στους ανθρώπους που έχουν κάποιο νόημα μαζί σου.
Η ζωή σου δίνει ασταμάτητα ερεθίσματα. Είτε πρόκειται για ανθρώπινες παρουσίες ή ομορφιές και συναισθήματα, η ζωή με την κάθε της λεπτομέρεια φροντίζει να μην σε αφήνει αδιάφορο για να την χορτάσεις. Είναι δώρο που δεν εκτιμάται γιατί δεν υπάρχει τίποτε συγκρίσιμο μαζί της. Ένα δώρο που δόθηκε στον καθένα για να το αξιοποιήσει. Τι σημαίνει αυτό; Το πιο απλό. Να είμαι εκεί κάθε στιγμή που παίζεται η ζωή μου. Να βρίσκομαι εγώ μέσα σ’ αυτή, όχι κάποιος άλλος που θα μου την ξαναδώσει σαν πεθάνω.
Δεν λείπω από τη ζωή σημαίνει εξαντλώ την τελευταία ικμάδα ανόθευτης χαράς που μου χαρίζεται, δεν βαρυγκωμώ για τα μεγάλα ή μικρά στραβοπατήματα των επιθυμιών μου, αναπτύσσω βαθιές και ουσιαστικές σχέσεις, ανακαλύπτω καθημερινά μέσα από επικίνδυνες εκπλήξεις την εντός μου βασιλεία του Θεού, δεν αντικαθιστώ την αληθινή με την τηλεοπτική πραγματικότητα, αντιμετωπίζω το κάθε τι σαν μάθημα και συμπάσχω με τον διπλανό μου τόσο όσο η καρδιά μας βγάζει τον ίδιο με αυτόν αναστεναγμό.
Δεν λείπω από τη ζωή σημαίνει δεν παύω ν’ αγαπώ ουσιαστικά και να ερωτεύομαι με την αθωότητα και τη μανία της νιότης, ελέγχω τον θυμό μου και δεν δίνω στον εαυτό μου το δικαίωμα να στεναχωρήσει τα άτομα που αγαπά, δεν ζητώ ανταλλάγματα για τα αισθήματά μου, θυσιάζομαι αλλά βγαίνω πάντα κερδισμένος, δεν φοβάμαι ό,τι δεν αξίζει τον φόβο, αναγνωρίζω τον σωματικό θάνατο σαν σίγουρη πραγματικότητα αλλά διακινδυνεύω το άθλημα της αγάπης για να τον υπερβώ.
Δεν λείπω από τη ζωή σημαίνει καταβάλω κόπο για να αποκτήσω κάτι, ιεραρχώ τις προτεραιότητές μου με βάση τις αξίες από την παιδική μου φύση, αναλαμβάνω πλήρως τις ευθύνες για τις επιλογές μου, δεν περιμένω από τον άλλον ό,τι δεν μπορεί να μου δώσει, αγωνίζομαι με κάθε κουάρκ της ύπαρξής μου να γίνομαι καλύτερος για μένα και τον κόσμο όλο, δεν παραιτούμαι όταν όλα φαίνονται πως πάνε αντίθετα απ’ ό,τι ήθελα και δεν ξεχνώ να θυμίζω στους ανθρώπους που αγαπώ πόσο σημαντικοί είναι για μένα.
Δεν λείπω από τη ζωή σημαίνει κάνω λάθη αλλά δεν μένω σε αυτά, απογοητεύομαι αλλά δεν απελπίζομαι, διαψεύδω αλλά λόγω ανημπόριας κι όχι από πρόθεση, πληγώνομαι αλλά θυμάμαι πως μια πληγή εκτός από ένα σημάδι μπορεί να κάνει τη ζωή δυσκολότερη, αλλά δεν την αφαιρεί, λυγίζω αλλά δεν τσακίζομαι, σηκώνομαι μια φορά περισσότερη απ’ όσες πέφτω και μοιράζομαι πάντα τη χαρά και τη λύπη μου.
Προσέξτε: Ο ποιητής μιλά σε έναν ζωντανό. Μόνο με αυτή την παράμετρο μπορούμε να καταλάβουμε γιατί του λέει πως τα κουμπιά του σακακιού του ή η σφαίρα θα αντέξουν περισσότερο από το σώμα και τη ψυχή του.
Άλλο στάδιο να εξαντλήσει κανείς τη ζωή του δεν έχει. Σε αυτό το στάδιο, της επίγειας ζωής, όπου τα κουμπιά και οι σφαίρες έχουν μεγαλύτερο όριο ζωής από το ανθρώπινο κορμί πρέπει να αθανατίσεις τη ζωή σου. Για πολλούς κάτι τέτοιο ακούγεται μάλλον παράδοξο.
Η αθανασία εξαντλείται στο νόημα της μετά θάνατον αναγνώρισης, των έργων και της υστεροφημίας που αφήνουμε πίσω μας. Πέραν τούτων ουδέν. Αυτή ακριβώς τη μηδενιστική θεωρία των υπαρξιστών έρχεται να αντιπαλέψει ο ήρωας στο ποίημα του Ρίτσου.
Αν ο άνθρωπος ήρθε από το μηδέν και καταλήγει στο μηδέν όλα καλά. Αν δεν ήρθε από το πουθενά και δεν καταλήγει στο πουθενά, υπάρχει θέμα. Όσο προκλητικά εξωφρενικό φαίνεται για τη λογική μας η αποδοχή του πρώτου ισχυρισμού, σε τόσες ευθύνες μας μπλέκει ο δεύτερος.
Ένα μικρό βήμα χρειάζεται. Ένα ελάχιστο ερώτημα και μια γενναία απάντηση που να μπορεί να χωρίσει τον χρόνο στα δύο. Μόνο έτσι κάθε φορά που ο ποιητής θα μας προκαλεί να σκεφτούμε κάτι ελάχιστο από την απόλυτη ομορφιά της ζωής, (τον έρωτα, τις συντροφιές, τη νιότη, τη φύση…) εμείς θα του απαντάμε δίχως θλίψη: Το έχω ζήσει.
Κι έχω πεθάνει επειδή ακριβώς πριν ήμουν ζωντανός. Και ξέρετε… στο απόλυτο δεν χωρά επανάληψη κι όταν είσαι γεμάτος από την πληρότητα της ζωής σου, δεν υπάρχει χώρος για καμία νοσταλγία και τίποτε που να μπορείς να επιθυμείς.