29 Νοεμβρίου 2008


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου (ή 13 Μαρτίου) του 1900 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής της Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Σμύρνη. Το 1914 ο Σεφέρης αρχίζει να γράφει τους πρώτους στίχους του. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, με την αρχή του παγκόσμιου πολέμου η οικογένειά του έρχεται στην Αθήνα. Το 1918 ο Σεφέρης πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει νομικά. Εκεί μέχρι το 1924, που θα πάρει το πτυχίο του, θα ζήσει το πνεύμα των νέων καιρών: Πικάσο, Απολλιναίρ, Μπρετόν, Πικάμπια, Ναγκίλεφ είναι οι ήρωες των καινούριων προσπαθειών στην Τέχνη. Αυτή την πνευματική ευφορία ο Σεφέρης τη ζει έντονα, γράφει και διαβάζει πολύ. Όμως θα τον πλήξει ανεπανόρθωτα στην ψυχή του η συμφορά του τόπου του: η Καταστροφή του '22, η προσφυγιά, οι για πάντα «χαμένες πατρίδες». Το χτύπημα αυτό θα αφήσει για πάντα τα σημάδια στη βαρύθυμη ποίησή του. Το 1926 διορίζεται ακόλουθος στο υπουργείο Εξωτερικών. Μπαίνοντας έτσι στο Διπλωματικό Σώμα θα σφραγιστεί και μ' αυτό το στοιχείο η ποίησή του. Σε μέρη μακρινά από την Ελλάδα θα τη ζει σαν υλική απουσία αγαπημένου προσώπου και η νοσταλγία θα τον κατακλύζει. Το 1931 εκδίδει μια συλλογή ποιημάτων με τίτλο Στροφή, που θα είναι πράγματι μια στροφή για τη νεοελληνική ποίηση. Στα ποιήματα αυτά ο Σεφέρης δεν πιθηκίζει τα ξένα λογοτεχνικά ρεύματα, αλλά σκύβει στις ρίζες του, στην ελληνική ποιητική παράδοση, που κυρίως για το Σεφέρη είναι το δημοτικό τραγούδι, ο Ερωτόκριτος, ο Σολωμός, ο Παλαμάς, Ο Μακρυγιάννης, ο Καβάφης. Την παράδοση αυτή συνταιριάζει με την παγκόσμια ελεύθερη ποιητική έκφραση του καιρού του, για να τραγουδήσει και να κλάψει με απλά, καθημερινά και καθάρια λόγια, με νοήματα πυκνά, μεστά και αληθινά τα προαιώνια βάσανα και τις ελπίδες του τόπου του και γενικότερα του κάθε Ανθρώπου, που πονάει πάνω στη Γη. Στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης άλλαξαν με τη στροφή τα πάντα. Ελύτης, Ρίτσος και Γκάτσος θα ακολουθήσουν. Μέχρι το 1934 θα μείνει ο Σεφέρης ως διευθυντής στο Γενικό Προξενείο Λονδίνου. Το 1932 κυκλοφορεί η Στέρνα. Εδώ τα ποιήματα του Σεφέρη εκφράζουν βαθιά αγωνία και πόνο. Το 1934 επιστρέφει στην Αθήνα και το 1935 αρχίζει τη συνεργασία του στα Νέα Γράμματα (λογοτεχνικό περιοδικό), όπου εκδίδει επίσημα τη Στέρνα. Το 1935 ο Σεφέρης εκδίδει το Μυθιστόρημα. Τον Αύγουστο 1936 γίνεται η δικτατορία του Μεταξά. Το 1937 ο Σεφέρης δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα επιστολή σχετικά με τον καθορισμό της δημοτικής. Το 1940 δημοσιεύεται το Ημερολόγιο Καταστρώματος Α' στα Νέα Γράμματα λογοκριμένο όμως από τη Δικτατορία. Είναι γεμάτο από βαρυθυμία και αγωνία. Το Μάρτιο του 1940 εκδίδει το Τετράδιο Γυμνασμάτων, μια συλλογή με υψηλής ποιότητας ποιήματα. Στο μεταξύ ο πόλεμος φτάνει. Η ιταλική επίθεση. Μετά η Γερμανική. Το 1941 γίνεται ο γάμος του με τη Μαρία Ζάννου. Στις 22 Απριλίου το ζεύγος Σεφέρη ακολουθεί την Ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη, μετά στην Αφρική. 1944 εκδίδει ο Σεφέρης στο Κάιρο τις Δοκιμές του, που είναι διάφορα φιλολογικά κείμενα μεγάλης αξίας. Τον ίδιο χρόνο εκδίδει στην Αλεξάνδρεια το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β', ποιήματα που παρουσιάζουν την ονειρική ανάμνηση της μακρινής Ελλάδας. Το 1945 με την απελευθέρωση γυρίζει στην Ελλάδα και γίνεται διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Αντιβασιλέα, Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού ως το 1946. Γίνεται σύμβουλος στο Εθνικό Θέατρο. Το 1947 του απονέμεται το Έπαθλο Παλαμά. Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύει την Κίχλη (ο τίτλος του ποιήματος προήλθε από ένα πλοίο που βυθίστηκε ανοιχτά του Πόρου στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο), που είναι γεμάτη απαισιοδοξία, γιατί η Ελλάδα, αν και ελεύθερη, δεν παύει να αιμορροεί. Είναι οι επεμβάσεις των ξένων και ο εμφύλιος πόλεμος. Ο ποιητής εδώ μίλησε για το σπαραγμό του τόπου από τα δεινά του πολέμου. Αυτό το ποίημα έδωσε το Νόμπελ στο Σεφέρη.Στην ομιλία του στη Στοκχόλμη, στις 10 Δεκεμβρίου, ο μεγάλος ποιητής είπε, ανάμεσα στα άλλα: «... Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται κάθε τι ζωντανό αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης, είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. ...» Το 1948 ο Σεφέρης διορίζεται σύμβουλος στην πρεσβεία της Άγκυρας και μένει εκεί μέχρι το 1950. Το 1949 δημοσιεύεται στην Αθήνα, Η Έρημη Χώρα του Θ. Σ. Έλιοτ, που είναι μεταφρασμένη και προλογισμένη από το Σεφέρη. Το 1951 μετατίθεται ως σύμβουλος στην Πρεσβεία του Λονδίνου. Το 1952 διορίζεται πρεσβευτής στο Λίβανο. Από κει κάνει ταξίδια στην Κύπρο, για την οποία αργότερα γράφει τη σειρά ποιημάτων Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ', που εκδίδει το 1955. Την ίδια χρονιά διορίζεται πρεσβευτής στο Λονδίνο, όπου μένει μέχρι το 1962. Το 1960 το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ του δίνει τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα της Φιλολογίας. Το 1962 επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα και αποσύρεται από το Υπουργείο Εξωτερικών. Στις 10 Δεκεμβρίου 1963 του απονέμεται (πρώτη φορά σε Έλληνα) το βραβείο Νόμπελ. Ήδη από το 1956 το "Figaro Litteraire" έγραψε ότι ο Γιώργος Σεφέρης έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1964 γίνεται ο Σεφέρης επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Το 1966 εκδίδει τα Τα τρία κρυφά ποιήματα, ένα έργο αινιγματικό, αλλά βαθύ στα νοήματα και άψογο στη μορφή. Στη δικτατορία (1967-1974) ο Σεφέρης εκδήλωσε φανερά την ανησυχία του για την κατάσταση στην Ελλάδα με δηλώσεις και με γραφτά του. Το 1971 ο Σεφέρης πεθαίνει. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου παρακολούθησε την κηδεία του. Η προσφορά του Γιώργου Σεφέρη στα ελληνικά Γράμματα είναι ιδιαίτερα σημαντική. Άνοιξε ένα νέο δρόμο στην ελληνική ποίηση. Είναι ένας από τους καλύτερους «μάστορες» της ποιητικής τέχνης. Το ύφος του σεμνό και ρεαλιστικό. Η έκφρασή του λιτή και αστόλιστη εκφράζει απλά τη νεοελληνική πραγματικότητα με τις ατυχίες της και το δράμα της. Πολλά ποιήματά του έγιναν τραγούδια από Έλληνες μουσικοσυνθέτες (Μ. Θεοδωράκης, Γ. Μαρκόπουλος κ.ά.).