1 Ιανουαρίου 2010

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ-ΓΙΟΡΤΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΔΕΣ
Τεράστια επίδραση ασκούσε στην Καραγκούνικη ψυχή η γιορτή των Χριστουγέννων αλλά της Πρωτοχρονιάς, όπως και των Φώτων. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, νέες ετοιμασίες έκαναν οι νοικοκυρές, καθώς αργά τα μεσάνυχτα πήγαιναν στη βρύση και την άλειφαν με λίπα, ρίχνοντας νομίσματα, λίγο καλαμπόκι και στάρι. Οι νοικοκυρές σηκώνονταν τα χαράματα για να ζυμώσουν και να ψήσουν την βασιλοκλούρα, που ήταν, μια μπουγάτσια από σιταρένιο αλεύρι και πάνω είχε κεντήματα με το ψαλίδι, λουλούδια και σταυρούς. Μέσα σε αυτήν έβαζαν το φλουρί, ένα κλωναράκι κορομηλιάς, ένα σπυρί σιτάρι και λίγες τρίχες από την αγελάδα, σύμβολα ασφαλώς, εξηγεί ο εκπαιδευτικός, που κρύβουν ζωτική δύναμη, που είναι αναγκαία, για να εξασφαλιστεί η αφθονία και η ευημερία. Στην εκκλησία Σαν ξημέρωνε έπαιρνε όλη η φαμίλια το δρόμο για την εκκλησία με τα γιορτινά τους ρούχα. Μεγάλος άγιος στις συνειδήσεις των Καραγκούνηδων ο Βασίλειος. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, γυναίκες, άλλες μέσα στην εκκλησία και άλλες έξω μοίραζαν στους ενορίτες τεμάχια βασιλοκλούρας και πεντακάθαρο τυρί σαν την ψυχή του Άι-Βασίλη, που θα ήταν όλη τη χρονιά βοηθός τους και θα έφερνε ευτυχία στα σπίτια τους. Οι γριές αυτή τη μέρα άνοιγαν τα ανατολικά παράθυρα των σπιτιών τους, για να μπει ο καινούργιος χρόνος. Για να είναι δε γερά τα ζώα και τα πρόβατα ο νοικοκύρης έπαιρνε τη βασιλοκλούρα, που έφτιαχνε για αυτά και πήγαινε στο μαντρί, όπου με το τσομπάνη έσπαζε την κλούρα, στην πλάτη του κριαριού ή προβατίνας και έδινε μικρά τεμάχια για το καλό στα πρόβατα και τα έτρωγαν. Το ίδιο έκανε και στο στάβλο των ζώων όπου έσπαζε στη ράχη της αγελάδας την κλούρα, και έδινε ένα κομμάτι που το έτρωγε. Το μεσημέρι καθισμένοι όλοι στην ψάθα γύρω από το σοφρά περίμεναν με μεγάλη αγωνία και λαχτάρα την βασιλοκλούρα. Σαν την έβαζε η νοικοκυρά πάνω στην τάβλα ο σπιτονοικοκύρης την έκοβε σε ίσια κομμάτια. Ένα για το Χριστό και τα υπόλοιπα για τα μέλη της οικογένειας. Ο καθένας έπαιρνε από ένα κομμάτι. Όποιος πετύχαινε τις τρίχες της αγελάδας θα έφτιαχνε πολλά ζώα, όποιος το κλωναράκι της κορομηλιάς θα είχε πολλά αμπέλια και δένδρα και όποιος το σπυρί θα ήταν καλός και ευτυχισμένος γεωργός με άφθονους καρπούς. Αν πετύχαινε το φλουρί θα ήταν όλο το χρόνο ευτυχισμένος. Στην τάβλα τοποθετούσαν και ένα κουτάλι και πιρούνι για αυτόν που ήταν στα ξένα, ή το στρατιώτη από την οικογένεια. Τα Φώτα Οι Καραγκούνηδες τα έλεγαν Φώτα. Πίστευαν πως ήταν μεγάλη γιορτή, Θεότρομη. Την ημέρα αυτή, αγιάζονται τα νερά και φεύγουν τα παγανά. Την παραμονή των Φώτων ο παπάς γυρνούσε σ' όλο το χωριό μ' ένα μπακράτσιi με αγιασμένο νερό κι ένα ματσάκι βασιλικό και ράντιζε όλα τα σπίτια, προσθέτοντας: «Ψάλλοντας το τροπάριο: Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε. Τα σπίτια έλαμπαν: Θα περάσ' ου παπάς έλεγαν. Καθαροί και οι άνθρωποι. Έτσι αυτή τη μέρα έφευγαν τα καρκατζούλια. Οι χωριανοί έκαναν το σταυρό τους και ασπάζονταν το σταυρό, που κρατούσε στο χέρι του ο Παπάς. Οι νοικοκυρές έδωναν στον παπά την κλούρα, λίπα, γουρνοκόψιδα. Την ημέρα αυτή γυρνούσαν στο χωριό και οι γελαδαραίοι και μάζευαν κλούρες, λουκάνικα, γουρνοκόψιδα. Από το πρωί της ίδιας ημέρας γυρνούσαν και τα παιδιά 8-13 χρόνων με τις σούβλες στα χέρια και τις σακκούλες στον ώμο και τραγουδούσαν το σχετικό τραγούδι. Χαμογελαστές οι νοικοκυρές τους έδωναν γουρνοκόψιδα και δώρα. Το πρωί των Φώτων όλοι οι χωριανοί με τα γιορτινά τους κι ένα μπουκάλι με νερό ξεκινούσαν για την εκκλησία, για να φωτιστούν. Στο λαιμό του μπουκαλιού έδεναν ένα άσπρο σχοινί ή χορτάρι. Αυτά τα τοποθετούσαν στο δάπεδο μπροστά στο τέμπλο. Κατά την ώρα του Μεγ. Αγιασμού τα τοποθετούσαν κάτω από τον πολυέλαιο του Παντοκράτορος. Στο τέλος του αγιασμού ο παπάς σταύρωνε τρεις φορές το νερό πού 'ταν σε μια λεκάνη και ράντιζε τους πιστούς ψάλλοντας το σχετικό τροπάριο, καθώς και όλα τα μπουκάλια. Στο τέλος έβγαιναν έξω και αν ήταν καλός ο καιρός οι γυναίκες χόρευαν λικνιστούς χορούς. Μετά έφευγαν για τα σπίτια τους έχοντας μαζί τους και το αγιασμένο νερό. Σαν έφθαναν σ' αυτά τα ράντιζαν με το νερό, για να φύγουν τα καρκαντζούλια και νά 'ναι γεροί όλοι στο σπίτι. Ράντιζαν μετά με το νερό τους σταύλους και τους κήπους, καθώς και τα καρποφόρα δένδρα, για να φύγουν απ' αυτά τα σκουλήκια. Το απόγευμα πήγαιναν στα σιτάρια και στ' αμπέλια, τα οποία ερράντιζαν, για να έχουν καρποφορία και πλούσια σοδειά. Το νερό πίστευαν, πως είναι δύναμη γονιμοποιός και καθαρτήρια. Το βράδυ άφηναν έξω στα δένδρα το μπουκάλι με το νερό και όχι μέσα στο σπίτι. Μάλιστα το νερό αυτό το χρησιμοποιούσαν για τους ασθενείς ανθρώπους». Οι Καραγκούνηδες Οι Θεσσαλοί Καραγκούνηδες, επισημάνθηκε στη διάρκεια του 1ου ανταμώματος των Καραγκούνηδων που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στον Παλαμά, είναι γηγενείς και αυτόχθονες πληθυσμοί της Θεσσαλικής πεδιάδας, αποκλειστικά ελληνόφωνοι με πολιτιστικά στοιχεία που οι ρίζες τους φθάνουν βαθιά στις αρχαίες Θεσσαλικές φυλές. Ειδικότερα επισημάνθηκε πως από την Τουρκοκρατία ή τους διαδόχους τους τσιφλικάδες, που τότε ζούσαν σε ένα χαμόσπιτο (πλινθόκτιστο) μαζί με τα ζώα και τον κηπάκο, ήλθε στη συνέχεια η απαλλοτρίωση που ελευθέρωσε το σκλάβο της γης. Ο άνθρωπος του μόχθου, ο εργάτης του κάμπου, απέκτησε δικά του χωράφια. Άρχισε να ανασταίνεται και να σηκώνει τα μάτια του στα χαμηλά και ανήλιαγα σπίτια αλλά αναπνέει ελεύθερα. Λιτοδίαιτος και ξερακιανός δουλεύει ολημερής στα χωράφια και σιγά -σιγά ξεκολλάει από τις λάσπες αναβαθμίζοντας την ποιότητα της ζωής του. Επίσης παρουσιάστηκαν στοιχεία που συνθέτουν τον παραδοσιακό βίο και τα λαογραφικά δρώμενα των Καραγκούνηδων. Οι Καραγκούνηδες, αναφέρθηκε, ασχολούνταν με την γεωργία και ζούσαν στον κάμπο καλλιεργώντας τη γη τους με μεγάλα και μικρά ζώα. Κυριότερα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν ο αραμπάς, το κάρρο, το αλέτρι, η αξάνη, το τσεκούρι, η τριχιά ή συγκεριά και άλλα. Η διατροφή των Καραγκούνηδων ήταν λιτή αλλά καλή, αφού τα αγαθά, όσα παρήγαγαν, ήταν αγνά. Τα αρτίσιμα φαγητά , αναφέρθηκε ήταν το κατσαμάκι, ο τραχανάς, οι μπατζίνες, το στριφτό, η πισπινίτσα ή πλαστός, οι πίτες, αυγά, χηνάρια, ζίκια, κοτόπουλο μπουκοβάλα, λίπα με ψωμί, και τζέρος με ψωμί. Επίσης τονίστηκε ότι οι πίτες ψήνονται στη γάστρα με καύσιμο υλικό τι βουνιές από τις αγελάδες. Τα πιο βασικά οικιακά σκεύη ήταν ο μπουτινέλος, οι φτύνες, τα πλιθάρια, οι ψούρες, τα μπακράτσια, τα τσουκάλια, οι σουπιέρες, οι λαβίδες και άλλα. Τα νηστίσιμα φαγητά ή ξανάρια ήταν η παπάρα, οι ραγκστές, το τματς, το μπουράν η φάβα, τα φασούλια, αρβύθια , σκορδάρ', νερομπάμπαλη, ψωμί με σάλτσο λαχανοκεφτέδες κλπ. Οι Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας ενέπνευσαν ποιητές, συγγραφεί και λαογράφους, ενώ η περήφανη καραγκούνα η χιλιοτραγουδισμένη έγινε εθνικό σύμβολο. Παρά τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης παλαιότερα και τις επιρροές της σύγχρονης εποχής, τονίστηκε ιδιαίτερα, οι Καραγκούνηδες κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανή την παράδοση τους .