26 Οκτωβρίου 2010

ΤΟ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΕΠΟΣ: ΗΣΙΟΔΟΣ
Η διδακτική ποίηση διαφέρει κατά πολύ απ’ το ηρωικό έπος, και μια γενικευμένη απόφανση, που θ’ ανεδείκνυε τον επικό χαρακτήρα και των δύο, πρέπει να συνοδεύεται απ’ την παράθεση των διαφορών τους. Είναι αφηγηματική ασφαλώς, συνδεμένη σε δακτυλικό εξάμετρο, όπως οι ομηρικοί, αλλ’ ο τόνος της είναι διδακτικός• αυτό φαίνεται κυρίως στο δεύτερο έργο του Ησιόδου «Έργα και Ημέραι» (μεταγενέστερος τίτλος, ο Ησιόδειος ήταν μάλλον «Έργα»), όπου ο ποιητής απευθύνεται παραινετικώς στον αδελφό του Πέρση.
Ο Ησίοδος γεννήθηκε στην Άσκρα Βοιωτίας, όμως ο πατέρας του καταγόταν απ’ την Κύμη της Αιολίας κι εγκατεστάθη στην Άσκρα ως γεωργός (έργα και ημέραι, 636). Μας λέει ότι έλαβε μέρος σε ποιητικό αγώνα στη Χαλκίδα και νίκησε (έργα, 650 κ.εξ.), πληροφορία όπου μάλλον διασκευάστηκε σχετικά και χρησίμευσε για όσα αναφέρθηκαν για τον ποιητικό αγώνα Ομήρου – Ησιόδου και τη νίκη του πρώτου στο γνωστό ομώνυμο έργο (αγών διεσώθη απ’ το ρήτορα Αλιαδάμα στο «Μουσείον» στηριγμένος σε προγενέστερες παραδόσεις, πάπυρος Michigan 2754, από δω επηρεάστηκαν και οι μεταγενέστεροι συγγραφείς επί του θέματος).
Όλες οι αρχαίες μαρτυρίες τον συνδέουν με τον Όμηρο, θεωρώντας τον συνήθως υστερότερο• έτσι τον τοποθετούμε χρονολογικά, τη βιολογική και ποιητική του ωριμότητα, περί το 700 π.Χ. 
Αυτά τον φέρνουν πιο κοντά στους ραψωδούς, τους ομηρίδες, που απαγγέλουν τα ποιήματα, αν δεν είναι κι ο ίδιος ραψωδός, παρά την τυπική επίκληση των μουσών στα προοίμια των έργων του, τυπικό δείγμα της τέχνης των αοιδών – των προλόγων των ηρωικών επών αλλά και των διδακτικών (το κατέβασμα μάλιστα της χρονολογίας του Ομήρου, με βάση κυρίως την Οδύσσεια, κάνει ορισμένους να πρεσβεύουν ότι κι ο Όμηρος ήταν ραψωδός. Επ’ αυτού πάντως θα μιλήσουμε εκτενέστερα, σ’ άλλο κεφάλαιο, που αφορά στην υπόλοιπη –εκτός Ομήρου και Ησιόδου– επική ποίηση. Έτσι, η βιολογική και ποιητική ωριμότητα του ποιητή πρέπει ν’ αναζητηθεί περί του 700 π.Χ.
Όσα αναφέρει στα έργα περί του γεωργικού βίου, ανεπτυγμένου ήδη, ενισχύουν την προαναφερθείσα άποψη.
Αυτή η κατά προσέγγισιν χρονολόγηση του ποιητή σημαίνει ότι, εφόσον ήδη έχουν έρθει στην Ελλάδα τα «Φοινίκεια» γράμματα (Ηροδότου Ιστορία, Ε58), τα ποιήματα γράφτηκαν, αν όχι απ’ τον Ησίοδο, αμέσως μετά απ’ τους ποιητικούς του επίγονους.
Τα βιογραφικά και τα γεωγραφικά στοιχεία που τα συνοδεύουν έχουν βέβαια τη σημασία τους για κάθε ποιητή, οπωσδήποτε όμως αυτό θα λέγαμε ότι ισχύει ιδιαιτέρως για τον Ησίοδο – για την κατανόηση ορισμένων όψεων τουλάχιστον του έργου του. Συγκεκριμένα: η μεταγραφή ανατολίτικων και μικραπατικών προτύπων του κοσμογονικού και θεολογικού μύθου στη «Θεογονία», έργο που πραγματεύεται αυτό το θέμα στην ελληνική εκδοχή του, λέμε προκαταβολικώς (πριν προβούμε στην εξαντλητικότερη ανάλυσή του εν τη ρύμη αυτής της ενότητας), δεν μπορεί ν’ αποσυσχετισθεί εντελώς απ’ την καταγωγή και του πατέρα του ποιητή, την Κύμη, ελληνική αποικία της Μικρασίας (Αιολίδα). Στις γεωγραφικά γειτνιάζουσες περιοχές, θα κυκλοφο¬ρούσαν θεογονίες και κοσμολογίες απ’ τις οποίες επηρεάστηκε. Έστω κι αν δύσκολα οι ορεσίβιοι Χετταίοι έφταναν στην εγγύς Ανατολή όπου και οι Έλληνες άποικοι.
Το πρώτο κείμενο μας διηγείται για διαδοχή, για το βασίλειο του ουρανού, τέσσερις θεότητες εναλλάσοντο. Alalu – Anu – Kumarbi – θεός του Καιρού (είναι ο χουριττοχεττιτικός θεός Teschub).
Ο δεύτερος μύθος τιτλοφορείται τραγούδι του Ullikummi. Ο Kumarbi γέννησε ένα τέρας, το Ullikummi, που δυσκολεύονται οι θεοί που έχουν την εξουσία με ηγέτη το θεό του Καιρού.
Τέλος στο ποίημα Enuma Elis, ακκαδικό, ο Marduk ανακηρύσσεται κυρίαρχος των θεών μετά από φοβερές μάχες εναντίον των τεράτων (όπως ο Δίας εναντίον των Τιτάνων).
Το πιθανότερο όμως είναι η μορφούμενη ελληνική μυθολογία, που κωδικοποιεί ο Ησίοδος, να είχε επηρεαστεί απ’ τις αντίστοιχες μυθολογίες, άλλων λαών, μικρασιατικών κι ανατολικών, που κωδικοποιήθηκαν στα προαναφερθέντα έργα.
Υπάρχει πάντως και μια άλλη εν δυνάμει επίδραση. Στις νέες ελληνικές χώρες, στη Μικρασία, όπου και η Κύμη, πατρίδα του πατέρα του ποιητή, υπάρχει ήδη η μεγάλη παράδοση των αοιδών και του Ομήρου, αλλά και των ραψωδών• δεν θα την ενωτισθεί όμως ο ποιητής παρά ο πατέρας του που έρχεται στην Άσκρα. Υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε με φειδώ. Εκτός απ’ αυτό υπάρχουν οι ραψωδοί, που συγχρωτίσθηκε (έστω κι αν η Βοιωτία δε φαίνεται να είναι προνομιούχος τόπος τους• αυτός είναι στον ανατολικό αποικιακό ελληνισμό).
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και τη σχετική βοιωτική παράδοση, που συναντάει ο ποιητής. Αυτή η παράδοση υπάρχει πάντα στη μυθολογία και τη λογοτεχνία. Οι μνείες γι’ αυτήν να πλουτίζονται απ’ την τραγωδία, απ’ την αξιοποίηση του μύθου των Λαβδακιδών κι απ’ τους τρεις τραγικούς ποιητές, τον Αισχύλο, το Σοφοκλή και τον Ευριπίδη με πασίγνωστα έργα αλλά τούτο δείχνει ότι προϋπήρχε στη μυθολογία απ’ όπου αρύσθησαν τα θέματά τους οι προαναφερθέντες ποιητές. Ο Παλαμάς (που σημειωτέον τόσα έγραψε για τον Ασκραίο, όπως αποκαλούσε τον ποιητή απ’ τον τόπο γέννησής του), εκμεταλλευόμενος σχετικό μύθο διατυπώνει έξοχα στη «Φλογέρα του Βασιλιά» αυτήν την ποιητική και μουσική παράδοση: κοντά στον ποταμό Ισμηνό τη βρήκανε τη Θήβα/ στο αρχαίο κάστρο πούχτισε μαγεύτρα μια Αρμονία. 1 Επ’ ευκαιρία: κατά τον Ησίοδο (Θεογονία, 58), αλλά –προφανώς– και κατά την ελληνική μυθολογία που έχει υπ’ όψη του ο ποιητής, η Αρμονία είναι κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, μια ενότητα αντιθέτων, του πολέμου και του έρωτα. Τι επίδραση είχε αυτό στους Έλληνες, προπαντός στους Ίωνες φιλοσόφους, ακόμα και στον ίδιο τον Παλαμά και τον ποιητικό του επίγονο αλλ’ εξίσου σπουδαίο ποιητή Σικελιανό, που τόσο πολύ χρησιμοποιούν τον τύπο, είναι ένα κεφάλαιο σημαντικό, όψεις του οποίου θα αναφέρουμε, όταν εξετάσουμε την επιρροή που άσκησε ο Ησίοδος στους μεταγενέστερους.
Όλ’ αυτά ο ποιητής τα εντάσσει σ’ ένα περιβάλλον αγροτικό, τυπικά βοιωτικό. Όσο κι αν παραπάνω, ακριβώς για χάριν μιας πιο ενδελεχούς πραγμάτευσης, προσπαθήσαμε ν’ ανασυνθέσουμε τα των επιδράσεων που υπέστη ο ποιητής, δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα ότι ο ποιητής αρύνθηκε μυθολογικά και κοσμογονικά στοιχεία απ’ την Ανατ. Μεσόγειο, απ’ τις ανοικτές θάλασσες να φτάσαν στη Βοιωτία (πάντως οι σχετικοί μύθοι, και μάλιστα ο εν Αυλίδι, απ’ όπου έφυγαν οι Έλληνες για την Τροία και οι αποικισμοί όπου κι απ’ τη Στερεά μετοίκησαν στη Μικρασία μπορεί να δείχνουν ότι δεν ήταν η Βοιωτία, αν υπολογίσουμε τα παράλιά της, μια τόσο κλειστή περιοχή). Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η πορεία της θεολογίας και κοσμολογικών στοιχείων, που αξιοποίησε ο Ησίοδος για τη δική του κοσμογονία και θεολογία, δεν ήταν όμοια μ’ αυτήν του συμπατριώτη του θεού Διόνυσου, Θηβαίου, αλλ’ όχι κι ολωσδιόλου διαφορετική: αυτός ήρθε απ’ τα κεντρικότερα και βορειότερα της ενδότερης Μικρασίας, τη Φρυγία, μέσω των βορείων και κεντρικών της Ελλάδος (Ευριπίδη Βάκχαι, 5).
Ανεξάρτητα απ’ τις πηγές της έμπνευσής του, εδώ έχουμε έναν εστεμμένο αυτοαναφερόμενο ποιητή στο μεταίχμιο απ’ την ανωνυμία στην επωνυμία. Βέβαια τα προοίμια των δύο έργων, για να εξηγηθούν κατ’ αρχήν πρέπει ν’ αναχθούν στα ομηρικά, γενικότερα τα προοίμια των αοιδών. Σ’ αυτά παρατηρείται η επίκληση των μουσών, η τυποποιημένη επίκληση των μουσών, η επιφώνησή τους συν τοις άλλοι (μαζί με τη μνεία του θέματος των έργων). Όμως και τα προοίμια των προαναφερθέντων ποιητών, εν γένει των αοιδών, παρότι ακολουθούν έναν ορισμένο τύπο, έχουν την ιδιαίτερη απόχρωσή τους, που μπορεί να φτάσουν κι ως την «ανατροπή» (αρκεί να σκεφτεί κανείς τη βιβλιογραφία για τα ομηρικά προοίμια).
Υπάρχει ένας τόνος προσωπικότερος στον Ησίοδο, θα έλεγα. Στο πρόσωπο των αοιδών, που αναφέρει ο Όμηρος, είναι ένα είδωλο που βλέπει το θάνατό του. Ο Ησίοδος ονομάζεται (Θεογονία, 22) οι μούσες τον επισκέπτονται βοσκό στον Ελικώνα.
Δεν νομίζω ότι αυτό γίνεται συνειδητά – προσχεδιασμένα. Φυσιολογικά, χωρίς ν’ αναφέρεται το γενικό πρότυπο των αοιδών βρισκόμαστε σε μιαν εποχή όπου οι ποιητές αισθάνονται την ανάγκη να συστηθούν. Αυτά οπωσδήποτε σχετίζονται με τη «Θεογονία», το πρώτο έργο του, θεωρούμενο έτσι απ’ την αρχαιότητα.
Σύμφωνα με τη «Θεογονία» (1032 στίχοι), πηγή των πάντων είναι το Χάος και η Γαία, δίπλα σ’ αυτά ο Έρωτας, αρχή και πηγή κάθε γενεάς. Απ’ το χάος γεννιέται το Έρεβος και η Νυξ κι απ’ την τελευταία, που σμίγει με το Έρεβος, ο Αιθέρας και η ημέρα. Απ’ τη γαία με τη σειρά της γεννάται ο αστερόεις Ουρανός και ο Πόντος. Η Νυξ με τη σειρά της, που μετέχει κι αυτή στο έργο της δημιουργίας, φέρνει στον κόσμια μια γενεά αρνητικών δυνάμεων (Νέμεσις, Έρις κ.ά.). Μια γενεά επίσης προσγράφεται στον Πόντο.
Ακολουθούν οι επόμενες γενεές: απ’ τον Ουρανό και τη Γαία γεννιούνται οι Τιτάνες, μεταξύ των οποίων κι ο Κρόνος, που νικάει τον Ουρανό και τη Γη και κυριαρχεί. Σ’ επόμενη γενιά ο Ζευς νικάει τους Τιτάνες και τον Κρόνο. Μαζί με τους Ολύμπιους θεούς ο Δίας εν συνεχεία νικάει τους συμμάχους του (Τιτανομαχία). Γεννιούνται και οι υπόλοιποι θεοί αλλά και οι ημίθεοι με την ένωση του Διός με θνητές.
Το άλλο έργο «Έργα και ημέραι» (818 στίχοι, αρχικώς «Έργα») αναφέρεται, με βάση τις παραινέσεις κυρίως προς τον αδερφό του Πέρση, στα της κοινωνίας. Βέβαια ο Ησίοδος δεν είναι ένας κοινωνικός ποιητής ή κοινωνιολογών, με την έννοια που έλαβε ο όρος στη νεότερη εποχή, ν’ αντιτάξει, χωρίς φυσικά τον αποκλεισμό των καλλιτεχνικών μέσων, την κοινωνία. Όμως η κοινωνία υφίσταται γι’ αυτόν• απηχείται στο έργο του, προπαντός ο αγροτικός βίος.
Το ποίημα αρχίζει στο προοίμιο (στ. 1-10) με την επίκληση των μουσών, εν συνεχεία αναφέρεται στις δύο έριδες – τη φιλονικία και την άμιλλα (την τελευταία συνιστά ο ποιητής στον αδερφό του), στο μύθο της Πανδώρας, στο μύθο των ανθρώπινων γενών, στις παραινέσεις στους δικαστές που θα εξέταζαν τις διαφορές με τον αδερφό του σε ζητήματα γεωργίας, σε ναυτιλλομένους, σε θέματα ηθικής και θρησκευτικής φύσεως, σε αντιλήψεις επιμεριζόμενες σε μέρες κάθε μήνα που πρέπει ν’ αποφεύγονται.
Εν γένει τα ζητήματα που θίγονται είναι αρκετά – μερικά θ’ αναλυθούν εφεξής. Σπεύδουμε όμως να σημειώσουμε τη διατύπωση, μια κι αναφερόμεθα στα του γεωργικού βίου: «Έργων ουδέν όνειδος, αεργία τ’ όνειδος».

Εν τέλει η ποίηση του Ησιόδου μας πληροφορεί.

Αυτά που εξετέθησαν –κι όχι μόνο– καθιστούν τον Ησίοδο σημαντικό ποιητή. Όμως η καλλιτεχνική αξία του Ησιόδου απ’ την αρχαιότητα ήδη ενισχύεται απ’ την απήχηση, την έντονη απήχηση, που είχε στους επόμενους ποιητές και φιλοσόφους. Το τελευταίο δεν είναι εντελώς ανεξάρτητο απ’ το πρώτο• ο ποιητής αξίζει και γι’ αυτό επιδρά στους μετέπειτα ομοτέχνου τους αλλά κι ευρύτερα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς.
Κατόπιν τούτου, εφεξής θα εκτεθούν αυτές οι επιδράσεις, που η ιεράρχησή τους γίνεται κατά σειρά, θα λέγαμε, σπουδαιότητας.
Προφανέστατα λοιπόν με τον Ησίοδο μορφώνεται και κωδικοποιείται περαιτέρω η ελληνική μυθολογία, και μάλιστα η περί θεών. Μορφώνεται μια ελληνική μυθολογία. Η αρχή είχε γίνει ήδη με τον Όμηρο – τώρα αυτό ενισχύεται. Ακριβέστερα: μορφώνεται επί τη βάσει της προφορικής παράδοσης αλλά κι επί τη βάσει των κυκλοφορούντων επών των αοιδών και ραψωδών που εδράζονται στην προαναφερθείσα παράδοση. Τούτο δε σημαίνει ότι το ενιαίο της μυθολογίας, και ειδικότερα της θεολογίας, δεν παρουσιάζει ρωγμές, παραλλαγές, αποκλίσεις από τόπο σε τόπο (οι παραλλαγές των μύθων που χρησιμοποίησαν οι ποιητές π.χ. για την Ελένη το επιβεβαιώνουν).
Με δεδομένο επίσης ότι η επίδραση απ’ τις ξένες κοσμολογίες και θεολογίες υπήρξε, όπως προσημειώσαμε ήδη, αυτή η ελληνική μυθολογία και θεολογία εθνικοποιείται απ’ τον ποιητή αφού ενσωματώνονται, αλλ’ υπό τη σκέπη των Ελλήνων ποιητών, τα ξένα στοιχεία. Ανεξάρτητα από προθέσεις του ποιητή προσφέρεται στις ελληνικές φυλές ένα θεολογικό πρότυπο. Όταν θα έρθει η ώρα της αυτοσυνείδησης του ελληνισμού την αρχαϊκή εποχή και τα μηδικά αυτό είναι ένα πρότυπο.
Επιπλέον: ο προσωπικός, με τον τρόπο που περιγράψαμε, χαρακτήρας της ποίησής του, η μνεία της κοινωνίας, της αγροτικής κοινωνίας έστω, «προετοιμάζουν» –κι αυτά– την αρχαϊκή λυρική ποίηση (7ος, 6ος και 5ος π.Χ. αιώνας). Τα της δομής του κόσμου στη Θεογονία επίσης προσφέρουν υλικό, που, αν απαλλοιωθεί απ’ το μυθολογικό περίβλημα, αν αναστραφεί υλιστικά, «προετοιμάζουν» τον ιωνικό στοχασμό της ίδιας εποχής – τους Μιλήσιους κυρίως στοχαστές (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης), όλους εν γένει τους προκλασικούς, προσωκρατικούς φυσικούς φιλοσόφους, όλων των ροπών.
Ο Ησίοδος επηρέασε τους μετέπειτα, και σ’ αυτό προβαίνουμε ευθύς αμέσως.
Το χαοτικό πάει να συνδυαστεί με τη θεωρία του χάους, που πρεσβεύει μια ορισμένη σχολή της σύγχρονης φυσικής. Δε θα ήταν διόλου απορριπτέος ένας τέτοιος συσχετισμός. Στο βαθμό που η θεωρία του χάους στη φύση και στο Σύμπαν θέλει να χτυπήσει την ύπαρξη κάθε αιτίας του γίγνεσθαι, δεν έχει δίκιο, δεν μπορεί να βρει στήριγμα στον Ησίοδο. Ο ποιητής μπορεί να εννοεί το χώρο, τον άπειρο χώρο, που πληρούται από ύλη. Δεν έχει σημασία αν αυτά έχουν επιβεβαιωθεί ή όχι. Επιπλέον είναι πιο κοντά στην απουσία ενάρξεως. Η δημιουργία του δεν είναι παρά αντιανάπτυξη της φύσης. 2 Τα στοιχεία σμίγουν, γεννούν, διαδέχονται απ’ αυτούς τους συνδυασμούς περνώντας σε μιαν άλλη κατάσταση – είναι εν τέλει ένα γίγνεσθαι.
Όμως αποφαίνεται ένας ειδικός, 3 το χαοτικό δεν είναι αναίτιο. Απλούστα¬τα ξεπερνιέται η αντίληψη περί εδραίας αιτίας και εδραίου αποτελέσματος. Μια ορισμένη αντίληψη για την αιτιότητα. Κι είχαμε αρκετά ξεπεράσματα της αρχής της αιτιότητας στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Η διαδοχή των γενεών (Έργα και ημέραι, 109-202) –το χρυσέον, το αργυρέον, το χαλκούν– μας ανάγει σε μια προτέρα κατάσταση, παραδεισιακή, ενός πρωτόγνωρου κομμουνισμού. Εμφανής η παραλληλία του μ’ άλλες μυθολογίες ινδοευρωπαϊκών, μεσογειακών, λαών. Όμως, όσο και αν κωδικοποιήθηκε απ’ τη Θεολογία του, απ’ τον Ησίοδο, δεν είναι καθολικό φαινόμενο αυτό σ’ όλους τους αρχαίους στοχαστές. Οπωσδήποτε ακούγεται αυτό στον Αριστοφάνη ή και τον Πλάτωνα.
Εδώ θεωρείται ότι προβάλλει ο ποιητής μιαν ουτοπία – την ύπαρξη μιας παραδείσιας προγενέστερης εποχής. Παρά τις επιδράσεις σε μεταγενέστερους, μάλλον δεν είναι η κυριαρχικότερη αντίληψη στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία.
Με τον Ησίοδο προάγεται η έννοια της αρετής χωρίς όμως να ξεχνά απ’ όπου κατάγεται, απ’ τον Όμηρο, που κι αυτός μεταγράφει ένα κοινό τόπο. Εδώ όμως ενισχύεται η ηθική της, η ψυχική της διάσταση. «Αρετής προπάροιθεν, οι θεοί ίδρωτα έθηκαν» σημειώνει. Η έννοια έχει ιστορία έως ότου στους κλασικούς χρόνους πάρει τη σημασία όταν συνδυάζεται η σημαντική αλκή και ο ενάρετος ψυχικός βίος. Τεράστια η επίδραση στους μεταγενέστερους: το Βακχυλίδη, τον Αριστοτέλη.
Η Δίκη στο «Έργα και ημέραι» εμφανίζεται δίπλα στο Δία• κωδικοποιείται έτσι μια αντίληψη περί θείου (ήδη στην Οδύσσεια έχει εμφανισθεί κιόλας), μ’ επιδράσεις στη μετέπειτα ποίηση, προπαντός στο Σόλωνα, νομοθέτη και ποιητή.
Απ’ τον Ησίοδο μαθαίνουμε το μύθο του ιέρακος και της αηδόνος (Έργα και ημέραι, 203-205) που σημαίνει τη νίκη του δυνατού στον αδύνατο και μάλιστα επί της μουσικής αηδόνος, που παραπέμπει στην ποιητική και μουσική τέχνη και τους φορείς.
Βαρύγδουπα ίσως λέγεται ότι είναι η πρώτη ιστορία ζώων στην ελληνική κι ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Έτσι αναγκαστικά οι συγγραφείς απ’ αυτόν της «Βατραχομυομαχίες» ως τον Αίσωπο συναντώται μ’ αυτόν. Γενικότερα ιστορίες ζώων υπήρχαν πάντα στη λογοτεχνία• σε κάποιες περιπτώσεις όμως εμφανίζονται εξηρμένες, όπως στην ησιόδεια και την αμέσως μεταησιόδεια λογοτεχνία ή στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους.
Ο μύθος της Πανδώρας (Έργα και ημέραι, 78-105), που με τον πίθο της φέρνει τα κακά στον κόσμο και φυλακίζει μόνο την ελπίδα σε συνδυασμό με το μύθο του Προμηθέα επιδρά επίσης στους μεταγενέστερους. Μπορεί ν’ ακούγεται στον Αισχύλο («Προμηθέας Δεσμώτης») ή και στο μύθο του πολιτισμού του Πρωταγόρα, που εκτίθεται στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο. Μάλλον συναντάται ο ποιητής, αφού έχει επηρεαστεί από άλλους, που όμως είχαν επηρεαστεί απ’ τον Ησίοδο, χωρίς να υπάρχουν κατ’ ανάγκην άμεσες αναγωγές με τη γνωμική ελεγεία (Θεόγνις), με τη βουκολική λογοτεχνία, οπωσδήποτε άλλη, ως κλίμα, ως φύση («Έργα και ημέραι»), με το Θεόκριτο, και με τους λατίνους Βιργίλιο (Γεωργικά) και Λουκρήτιο (De rerum natura).
Παραθέσαμε μια σειρά ειδικών και γενικών επιδράσεων συγκεκριμένων και ως περιρρέον κλίμα όπου έδρασαν μεταγενέστεροι Έλληνες και Λατίνοι, ποιητές και φιλόσοφοι προπαντός. Ωστόσο με δεδομένο ότι η εποχή και η προσωπικότητα του δέκτη καθορίζουν το βαθμό επίδρασης, αυτές θα φανούν, αν φωτισθεί και το έργο των δεκτών. Τότε θα είχαν θέση και συγκεκριμένες παραπομπές στο έργο τους όπου δεν αναφέρθηκαν ή αναφέρθηκαν γενικά. Μερικά απ’ αυτά μπορούν να γίνουν όταν, εφόσον υποσχεθήκαμε ένα δεύτερο τεύχος με την αρχαϊκή λυρική ποίηση και φιλοσοφία (ή μια ενιαία σύνθεση), όπου θα φωτίζεται το έργο αρκετών που επηρέασε ο Ησίοδος.