ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ -ΘΟΥΚYΔΙΔΗΣ-
[1.134.1] ἀκούσαντες δὲ ἀκριβῶς
τότε μὲν ἀπῆλθον οἱ ἔφοροι, βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ
πόλει τὴν ξύλληψιν ἐποιοῦντο. λέγεται δ’ αὐτὸν μέλλοντα
ξυλληφθήσεσθαι ἐν τῇ ὁδῷ, ἑνὸς μὲν τῶν ἐφόρων τὸ πρόσ-
ωπον προσιόντος ὡς εἶδε, γνῶναι ἐφ’ ᾧ ἐχώρει, ἄλλου δὲ
νεύματι ἀφανεῖ χρησαμένου καὶ δηλώσαντος εὐνοίᾳ πρὸς τὸ
ἱερὸν τῆς Χαλκιοίκου χωρῆσαι δρόμῳ καὶ προκαταφυγεῖν·
ἦν δ’ ἐγγὺς τὸ τέμενος. καὶ ἐς οἴκημα οὐ μέγα ὃ ἦν τοῦ
ἱεροῦ ἐσελθών, ἵνα μὴ ὑπαίθριος ταλαιπωροίη, ἡσύχαζεν.
[1.134.2] οἱ δὲ τὸ παραυτίκα μὲν ὑστέρησαν τῇ διώξει, μετὰ δὲ τοῦτο
τοῦ τε οἰκήματος τὸν ὄροφον ἀφεῖλον καὶ τὰς θύρας ἔνδον
ὄντα τηρήσαντες αὐτὸν καὶ ἀπολαβόντες ἔσω ἀπῳκοδόμησαν,
προσκαθεζόμενοί τε ἐξεπολιόρκησαν λιμῷ. [1.134.3] καὶ μέλλοντος
αὐτοῦ ἀποψύχειν ὥσπερ εἶχεν ἐν τῷ οἰκήματι, αἰσθόμενοι
ἐξάγουσιν ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἔτι ἔμπνουν ὄντα, καὶ ἐξαχθεὶς
ἀπέθανε παραχρῆμα. [1.134.4] καὶ αὐτὸν ἐμέλλησαν μὲν ἐς τὸν
Καιάδαν [οὗπερ τοὺς κακούργους] ἐσβάλλειν· ἔπειτα ἔδοξε
πλησίον που κατορύξαι. ὁ δὲ θεὸς ὁ ἐν Δελφοῖς τόν τε
τάφον ὕστερον ἔχρησε τοῖς Λακεδαιμονίοις μετενεγκεῖν
οὗπερ ἀπέθανε (καὶ νῦν κεῖται ἐν τῷ προτεμενίσματι, ὃ
γραφῇ στῆλαι δηλοῦσι) καὶ ὡς ἄγος αὐτοῖς ὂν τὸ πεπραγ-
μένον δύο σώματα ἀνθ’ ἑνὸς τῇ Χαλκιοίκῳ ἀποδοῦναι. οἱ
δὲ ποιησάμενοι χαλκοῦς ἀνδριάντας δύο ὡς ἀντὶ Παυσανίου
ἀνέθεσαν.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
[1.134.1] Οι έφοροι, αφού ήκουσαν ακριβώς τα λεχθέντα, ανεχώρησαν, χωρίς να προβούν αμέσως εις καμμίαν ενέργειαν. Έχοντες όμως ήδη βεβαίας αποδείξεις, έλαβαν τα μέτρα των δια να τον συλλάβουν εντός της πόλεως. Λέγεται άλλως τε ότι κατά την στιγμήν που έμελλε να συλληφθή καθ' όδόν, ευθύς ως είδε το πρόσωπον ενός από τους εφόρους, ο οποίος επλησίαζεν, εννόησε τον σκοπόν της προσεγγίσεώς του, και επειδή άλλος έφορος, λόγω ευνοίας προς αυτόν, τον ειδοποίησε δια μυστικού νεύματος, έσπευσε δρομαίως προς τον ναόν της Χαλκιοίκου Αθηνάς, και επρόφθασε να καταφύγη εκεί, καθ' όσον ο ιερός περίβολος ήτο πλησίον. Και αφού εισήλθεν εις μικρόν οίκημα ανήκον εις τον περίβολον αυτόν, δια να μη υποφέρη εκτεθειμένος εις το ύπαιθρον, έμενεν εκεί ήσυχος. [1.134.2] Οι έφοροι, εν τούτοις, οι οποίοι τον κατεδίωκαν, αφού δεν τον επρόλαβαν αμέσως τότε, πριν εισέλθη εις τον ιερόν χώρον, αφήρεσαν ακολούθως την στέγην του οικήματος, και επωφεληθέντες την στιγμήν που ευρίσκετο εντός αυτού τον απέκλεισαν, αποφράξαντες τας θύρας με τοίχον, και στήσαντες εμπρός εις το οίκημα φρουράν, επεδίωξαν να τον αναγκάσουν δια της πείνης να παραδοθή. [1.134.3] Αλλ' ενώ έμελλεν από στιγμής εις στιγμήν να εκπνεύση, αντελήφθησαν την κατάστασίν του και τον έβγαλαν από τον ιερόν περίβολον, ενώ εισέτι ανέπνεεν. Αλλά μόλις τον έβγαλαν, απέθανεν αμέσως. [1.134.4] Και κατ' αρχάς μεν εσχεδίασαν να τον ρίψουν εις τον Καιάδαν, όπου ρίπτουν τους κακούργους. Έπειτα όμως μετέβαλαν γνώμην και τον έθαψαν εκεί πλησίον. Αλλ' ο χρησμός του μαντείου των Δελφών παρήγγειλεν ακολούθως εις τους Λακεδαιμονίους να μεταφέρουν τον τάφον εις το μέρος όπου απέθανε ―και σήμερον κείται πράγματι έμπροσθεν του ιερού χώρου, όπως μαρτυρεί επιστήλιος επιγραφή― και επειδή τα γενόμενα αποτελούν δι' αυτούς ανοσιούργημα, ν' αποδώσουν εις την Χαλκίοικον δύο σώματα αντί ενός, οι δε Λακεδαιμόνιοι εφρόντισαν να κατασκευάσουν δύο χαλκούς ανδριάντας του Παυσανίου, τους οποίους αφιέρωσαν εις την θεάν, ως εξαγνισμόν του θανάτου του.
Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.