ΤΟ ΜΕΤΟΙΚΙΟ ΚΑΙ Η ΞΕΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ
Η Ξενία χωριζόταν σε δυο σκέλη, στην "ιδιωτική" και στην "δημοσία ξενία".
Στην δημοσία το κράτος είχε οργανώσει ειδικά άσυλα τα οποία τα ονόμαζαν "Ξενώνες" για διαμονή, τροφή και ύπνο.
Στην ιδιωτική ξενία χωριζόταν δε 3 στάδια:
1. Ο ξένος εισήρχετο στην οικία του φιλοξενούντος εν ονόματι του Ξενίου Διός (στην Αθήνα) ή Ξενίας Αθηνάς (στην Σπάρτη) και ζητούσε προστασία.
2. Ο ιδιοκτήτης προσέφερε δώρα στον ξένο τα οποία τα ονόμαζαν Ξεινήΐα, του έδιναν τροφή και χώρο για να κοιμηθεί.
3. Ήταν η αναχώρηση του ξένου με ανταλλαγή δώρων (σκεύη, υφάσματα, κοσμήματα κτλ). Η ανταλλαγή δώρων απεδείκνυε σεβασμό προς τον Ξένιο Δία ο οποίος με την ανάπτυξη δεσμών και φιλίας μεταξύ των Ελλήνων ευχαριστιόταν.
Μετά την ξενία οι οικογένειες συνδεόταν με τους "δεσμούς της ξενίας" που κληρονομούσαν και οι απόγονοι των. Προς ανάδειξη αυτού, έγραφαν τα ονόματα τους και κάποιο κείμενο σε πλάκα χρυσού ή αργύρου, την έσπαγαν στα δυο και ο κάθε ένας έπαιρνε ένα κομμάτι το οποίο περνούσε μετά και στους απογόνους οι οποίοι όταν συναντιόνταν επεδείκνυαν τις πλάκες τις οποίες και ένωναν και επιβεβαίωναν και ανανέωναν την φιλία των γονέων των.
Η ισχύς των "δεσμών ξενίας" φαίνεται στην Ιλιάδα (Ζ 119-235), όταν ο Διομήδης και ο Γλαύκος ετοιμάζονταν για μονομαχία, ο Διομήδης ρωτά "τις δε συ εσσί;" δηλαδή "ποιος είσαι;" ο Γλαύκος απάντησε για το γένος του με υπερηφάνεια και ανέφερε το όνομα του πατέρα του, Ιππόλοχο, που τον έστειλε στην Τροία με το περίφημο "Αειν αριστεύειν...κτλ". Μόλις ο Διομήδης άκουσε αυτά κάρφωσε το δόρυ του στην γη και του είπε ότι είναι παλαιοί πατρικοί φίλοι συνδεόμενοι με τους ιερούς δεσμούς της Ξενίας, αγκαλιάστηκαν ανανέωσαν τους δεσμούς της ξενίας και αντάλλαξαν τις πανοπλίες τους.
Οι ξένοι είχαν και υποχρεώσεις, και για την τήρηση αυτών ήταν υπεύθυνος αυτός που Φιλοξενούσε τον ξένο, ο οποίος ονομαζόταν και "Πρόξενος".
Όποιος ξένος παραβίαζε τις νομικές δεσμεύσεις τον βάραινε ο νόμος "περί ξενηλασίας".
Η Αθηναϊκή δημοκρατία ουδέν δικαίωμα αναγνώριζε στους ξένους.
Οι ξένοι που έμεναν μόνιμα στην Αθήνα ονομάζονταν "Μέτοικοι" και πλήρωναν έναν φόρο το "μετοίκιο" 12 δρχ ετησίως για τους Άνδρες και 6 δρχ για τις γυναίκες.
Ο Αριστοτέλης , ο Διογένης, ο Αναξαγόρας, ο Πρόδικος, ο Πρωταγόρας, η Ασπασία πλήρωναν μετοίκιο.
Ο μέτοικος αντιπροσωπεύετο ενώπιον των κρατικών αρχών υπό κάποιου Αθηναίου πολίτη ο οποίος ονομαζόταν "εγγυητής" Αυτό ισχύει σήμερα στην Αυστραλία και σε πολλές χώρες, δηλαδή για να πάρει κάποιος άδεια παραμονής πρέπει να εγγυηθεί κάποιος ήδη πολίτης της χώρας, οπότε σε περίπτωση που τύχει κάτι το κράτος θα ζητήσει τα ρέστα από τον εγγυητή...
Αν κάποιος μέτοικος δεν πλήρωνε το ετήσιο μετοίκιο ο αρμόδιος εισπράκτορας που ονομαζόταν "Τελώνης" τον οδηγούσε αρχικά στο δεσμωτήριο (κρατητήριο), οπότε έιτε με κάποιο τρόπο έβρισκε τα χρήματα ή τον έδιωχναν από την Αθήνα.