ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ
Χιλιάδες άνθρωποι, μέσα σ' έναν πρωτοφανή πυρετό, εργάστηκαν για πολλά χρόνια για να γίνουν οι ασύγκριτοι σε πλούτο και ομορφιά ναοί της Ακρόπολης και τα αριστοτεχνικά αγάλματα. Τα καράβια ξεφόρτωναν συνέχεια στον Πειραιά πολύτιμη ξυλεία της Θράκης και του Λιβάνου. Από την Αίγυπτο έφτασαν πολλά φορτία με ελεφαντόδοντο. Η Θράκη και η Λιβύη προμήθευσε το χρυσάφι που χρειαζόταν για τα αγάλματα. Και η κοντινή Πεντέλη πρόσφερε το ολοκάθαρο και πολύτιμο μάρμαρο της.
Ο Ικτίνος έκανε τα σχέδια της Ακρόπολης και ο Καλλικράτης. σπουδαίος αρχιτέκτονας, είχε την επίβλεψη των έργων. Τα αγάλματα τα ανάλαβε ο μοναδικός Φειδίας, ο πιο ονομαστός γλύπτης της Αθήνας, που όμοιος του δεν παρουσιάστηκε ποτέ και πουθενά ως την εποχή μας. Βοηθούς του ο Φειδίας είχε τον αδελφό του τον Πάναινο, που ήταν άξιος και στη ζωγραφική, καθώς και τον Κολώτη, που ήταν ειδικός στο να δουλεύει το χρυσάφι και το ελεφαντόδοντο.
Πρώτος απ' όλους τους ναούς άρχισε να χτίζεται ο Παρθενώνας, πάνω στα θεμέλια του προηγούμενου ναού που είχε χτίσει ο Πεισίστρατος και τον είχαν καταστρέψει οι Πέρσες. Ονομάστηκε Μέγας Ναός και όχι Παρθενώνας. Το όνομα αυτό το πήρε αργότερα από ένα θάλαμο του ναού, που ονομαζόταν Παρθενών, επειδή εκεί συγκεντρώνονταν οι παρθένες που υπηρετούσαν τη θεά Αθηνά. Το υλικό για την κατασκευή του ήταν πεντελικό μάρμαρο, εκτός από το υπερυψωμένο δάπεδο, όπου χρησιμοποιήθηκε πωρόλιθος. Εννέα χρόνια χρειάστηκαν για την ανέγερση του ναού. Τα επίσημα εγκαίνια του έγιναν στα μεγάλα Παναθήναια του 439. Ωστόσο, το στόλισμα του ναού με τα αγάλματα του Φειδία, στη ζωφόρο και στις μετόπες, συνεχιζόταν και τελείωσε το 432. Δηλαδή για να τελειώσει ολότελα ο ναός, χρειάστηκαν δεκαπέντε χρόνια.
Ήταν ναός περίπτερος , με δύο σειρές κολώνες , μήκους 70 μέτρων και πλάτους 31, Δωρικού ρυθμού ,με αρκετά στοιχεία Ιωνικού. Αυτή η σύνθεση των δύο αρχιτεκτονικών στοιχείων, έκανε το πελώριο οικοδόμημα πιο ανάλαφρο.
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς από αυτό το αρχιτεκτονικό αριστούργημα που ονομάζεται Παρθενώνας! Όλα μελετήθηκαν και στην παραμικρότερη λεπτομέρεια τους. Επειδή το μάτι του ανθρώπου ξεγελιέται και τις μεγάλες ευθείες τις βλέπει στη μέση τους να καμπυλώνουν, οι σπουδαίοι Αθηναίοι αρχιτέκτονες χρησιμοποίησαν ελαφρές καμπύλες, ώστε στο μάτι να φαίνονται ευθείες. Οι κολώνες έγερναν ελαφρά προς τα μέσα για να οδηγούν το βλέμμα ψηλά. Αυτό το μεγάλο κτίριο το χαρακτήριζε η απλότητα, η σοβαρότητα, η επιβλητικότητα, αλλά και η χάρη. Ναι, οι εκατοντάδες τόνοι από μάρμαρο, θα 'λεγε κανείς ότι δεν του έδωσαν την αίσθηση του όγκου και του βάρους. Ταίριαζε απόλυτα στο γυμνό βράχο της Ακρόπολης, αλλά και σε όλο το περιβάλλον της Αθήνας με το ζωηρό της φως.
Το εσωτερικό του χωριζόταν στον πρόναο το σηκό και τον οπισθόδομο. Στη ζωφόρο, που είχε συνολικό μήκος 140 μέτρων και ύψος 1 μέτρου, ο Φειδίας λάξευσε τα αριστουργηματικά του γλυπτά με θέμα την προετοιμασία της πομπής των Παναθηναίων. Πόση απλότητα, πόση λιτότητα, αλλά και πόση ζωντάνια και αλήθεια δεν υπάρχουν σ' αυτά τα ανεπανάληπτα γλυπτά!
Στη μετόπη αναπαράστησε σκηνές από τη γιγαντομαχία. Στο ανατολικό αέτωμα διάλεξε σαν θέμα τη γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία και στο δυτικό τη σκηνή της φιλονικίας της Αθηνάς με τον Ποσειδώνα, πάνω στην Ακρόπολη.
Στο σηκό ο Φειδίας έστησε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, ένα πραγματικό αριστούργημα ομορφιάς, τέχνης, χάρης και επιβλητικότητας. Μας το περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια ο Παυσανίας, που το είδε στη θέση του όταν επισκέφτηκε την Αθήνα, έτσι όπως μας έκανε και την περιγραφή του αγάλματος του Δία, στην Ολυμπία, έργο και αυτό του Φειδία. Το ύψος του αγάλματος μαζί με το βάθρο έφτανε τα 15 μέτρα. Ήταν μια Αθηνά που στεκόταν όρθια , επιβλητική και ολοζώντανη. Φορούσε έναν Αττικό χιτώνα και τα χέρια της ήταν γυμνά, φτιαγμένα από ελεφαντόδοντο. Στο δεξί της χέρι κρατούσε τη φτερωτή νίκη, που είχε ύψος 1,80εκ. Και ήταν χρυσελεφάντινη. Στο αριστερό χέρι κρατούσε ακουμπισμένα στο δάπεδο, το δόρυ και την ασπίδα. Ανάμεσα σ' αυτά τα δύο υπήρχε ένα φίδι που παρίστανε τον Εριχθόνιο. Στο εσωτερικό μέρος της ασπίδας, ο μοναδικός ζωγράφος Πολύγνωτος είχε ζωγραφίσει σκηνή από τη 1η γιγαντομαχία και στο εξωτερικό υπήρχε σκηνή από τον πόλεμο του Θησέα με τις Αμαζόνες. Σ' έναν από τους πολεμιστές ο Φειδίας είχε δώσει τη μορφή του Περικλή και σε έναν άλλο, σε ένα γέρο που σήκωνε μια πέτρα, τη δική του μορφή.
Το χρυσάφι του αγάλματος ζύγιζε κάπου έναν τόνο! Οι Αθηναίοι κατηγόρησαν αργότερα το Φειδία πως είχε κλέψει αρκετό από το χρυσάφι που προοριζόταν για το άγαλμα και τον έφεραν σε δίκη. Μα εκείνος, που ήξερε πολύ καλά τον ανθρώπινο φθόνο, είχε λάβει τα μέτρα του. Είχε ζυγίσει το χρυσάφι που του παράδωσαν, το οποίο ήταν ακριβώς 44 τάλαντα. Το χρυσάφι στο άγαλμα το είχε τοποθετήσει με τέτοιον τρόπο, ώστε να ξεκολλάει εύκολα και να μπαίνει ξανά στη θέση του. Στη δίκη ζήτησε να βγάλουν το χρυσάφι και να το ζυγίσουν, πράγμα που έγινε. Και το βάρος του ήταν ακριβώς το ίδιο, 44 τάλαντα!
Φυσικά ο Φειδίας αθωώθηκε. Αλλά, βρήκε καινούργιους μπελάδες. Τον κατηγόρησαν για ιεροσυλία, επειδή έδωσε στους δυο πολεμιστές της ασπίδας της Αθηνάς, τη μορφή του και τη μορφή του Περικλή, θα τον καταδίκαζαν οπωσδήποτε σε θάνατο, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει και έφυγε για την Ολυμπία, όπου μαζί με τους δυο αχώριστους βοηθούς του έφτιαξε ένα καινούργιο αριστούργημα, το γιγάντιο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία.