20 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΙΟΛΙΚΕΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ-ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ
Από τα τέλη του 12ου ως τα τέλη του 9ου αι π.Χ. τα ελληνικά φύλα μετακινήθηκαν από τα άγονα και τα ορεινά της ηπειρωτικής Ελλάδας προς τις πεδινές και εύφορες εκτάσεις του ελλαδικού κορμού, τα νησιά του Αιγαίου και τα μικρασιατικά παράλια.
Αιολείς, Ίωνες και Δωριείς διαπεραιώθηκαν στο ανατολικό Αιγαίο και εγκαταστάθηκαν σε συγκεκριμένες γεωγραφικές ενότητες, τα όρια των οποίων δεν ήταν πάντα σταθερά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σμύρνη, που από αιολική αποικία έγινε κάποια στιγμή –πολύ νωρίς– ιωνική.
Η αιολική ενότητα σχηματίστηκε στη Λέσβο, την Τένεδο, τις Εκατοννήσους καθώς και στα μικρασιατικά παράλια, από τον κόλπο της Ελαίας ως τον κόλπο της Σμύρνης. Από τον 7ο αι. π.Χ. προστέθηκε σε αυτή και η νότια Τρωάδα.  
2. Αρχαίες πηγές
Η πρωιμότερη άμεση αναφορά στην Αιολίδα βρίσκεται στον Ησίοδο,1 που βεβαιώνει πως η Κύμη είναι αιολική χωρίς όμως να δίνει καμία άλλη πληροφορία για τον ίδιο τον αποικισμό.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί αποδέχονται πως σε γενικές γραμμές η παράδοση η σχετική με τον αιολικό αποικισμό εδραιώθηκε μόλις τον 5ο αι. π.Χ., με το έργο του Ελλάνικου από τη Μυτιλήνη που αφορά τους μύθους τους σχετικούς με την καταγωγή των Αιολέων της Λέσβου.2
Μία από τις κύριες σωζόμενες πηγές είναι το έργο του γεωγράφου Στράβωνα,3 σύμφωνα με τον οποίον ο αιολικός αποικισμός ξεκίνησε τέσσερις γενιές πριν από τον ιωνικό αλλά εξελίχθηκε πολύ πιο αργά από αυτόν. Την ετοιμασία του αποικισμού άρχισε ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα, και μετά το θάνατό του στην Αρκαδία τη συνέχισε ο γιος του Πενθίλος που έφτασε ως τη Θράκη. Ο γιος του Πενθίλου, Αρχέλαος, πέρασε στην Κυζικηνή και ο νεότερος γιος του τελευταίου, Γρας, έφθασε ως το Γρανικό ποταμό. Από εκεί πέρασε στη Λέσβο και την κατέλαβε. Η εξόρμηση των απογόνων του Ορέστη προετοιμάστηκε στην Αυλίδα της Βοιωτίας με τη συμμετοχή πολλών Βοιωτών.4 Εν τω μεταξύ, δύο άλλοι απόγονοι του Αγαμέμνονα, ο Κλεύης και ο Μαλαός, έδρασαν την ίδια εποχή με τον Πενθίλο και ξεκινώντας από τη Λοκρίδα έφθασαν στα μικρασιατικά παράλια, όπου ίδρυσαν την Κύμη που καλείται και Φρικωνίς από το ομώνυμο βουνό της Λοκρίδας.
Σύμφωνα πάντα με το Στράβωνα η ηπειρωτική Αιολίδα εκτεινόταν από την Κυζικηνή ως την περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Κάικο και Έρμο. Οι αιολικές πόλεις ανέρχονταν περίπου στις 30 με τη Λέσβο και την Κύμη να χαρακτηρίζονται ως μητροπόλεις.5
Μια πολύ πιο σύντομη αναφορά στον αιολικό αποικισμό κάνει ο Παυσανίας.6 Σε αυτόν συμμετείχαν Λακεδαιμόνιοι και ο εγγονός του Ορέστη, Γρας. Όσο για το γεωγραφικό προσδιορισμό της μικρασιατικής Αιολίδας ο Παυσανίας αρκείται στη λακωνική αναφορά ότι βρίσκεται μεταξύ Ιωνίας και Μυσίας.
Στην ίδια πηγή γίνεται λόγος και για τη δίωξη των Αιολέων από τη Σμύρνη και την κατάληψή της από τους Ίωνες Κολοφωνίους.7
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, οικιστής της Αιολίδας ήταν ο ίδιος ο Ορέστης και όχι οι απόγονοί του. Ένα γένος της Τενέδου απέδιδε την καταγωγή του στον Πείσανδρο που είχε έλθει από τις Αμύκλες μαζί με τον Ορέστη.8
Σχετικά με τη γεωγραφική έκταση της περιοχής της Αιολίδας, η λίστα των αιολικών πόλεων στον Ηρόδοτο αποτελεί την πρωιμότερη σωζόμενη αναφορά.9 Σύμφωνα με αυτή, στην ηπειρωτική Αιολίδα, δηλαδή στη Μικρά Ασία, ιδρύθηκαν 12 αιολικές πόλεις που μειώθηκαν σε 11 μετά την κατάληψη της Σμύρνης από τους Κολοφωνίους. Είναι οι εξής: Κύμη (η καλούμενη Φρικωνίς), Λήρισαι (ή Λάρισα), Νέον Τείχος, Τήμνος, Κίλλα, Νότιον, Αιγιρόεσσα, Πιτάνη, Αιγαίαι, Μύρινα και Γρύνεια.10 Με βάση αυτές τις μαρτυρούμενες πόλεις η μικρασιατική Αιολίδα εκτεινόταν από τη Σμύρνη στο νότο, προτού αυτή γίνει ιωνική, ως την Πιτάνη στο βορρά, στην ακτή του Ελαιατικού κόλπου. Οι ανατολικότερες πόλεις ήταν η Τήμνος και οι Αιγαί ή Αιγαίαι. Σε αυτές πρέπει να προστεθεί και η Ελαία που δεν αναφέρεται στον Ηρόδοτο.
Κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο οι μικρασιατικές αιολικές πόλεις αποτελούσαν –μαζί με αυτές στη Λέσβο, την Τένεδο και τη μεγαλύτερη από τις Εκατοννήσους– μια ενότητα αυτόνομων πόλεων-κρατών με κοινό εθνικό, γλωσσικό και πολιτικό χαρακτήρα. Αιολικές πάντως ήταν και οι πόλεις στην Τρώαδα, γύρω από το βουνό Ίδα. Φαίνεται όμως πως για τον Ηρόδοτο οι βορειότερες αυτές αιολικές πόλεις, που ιδρύθηκαν αργότερα και ανήκαν στη σφαίρα της επιρροής της Μυτιλήνης, αποτελούσαν μια ξεχωριστή ομάδα. Ο διαχωρισμός αυτός οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι στην εποχή του οι δύο ομάδες μικρασιατικών αιολικών πόλεων ανήκαν σε ξεχωριστές σατραπείες. Πέρα όμως από αυτό υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αιολικές πόλεις, όπως τις απαριθμεί ο Ηρόδοτος, συνεργάζονταν στενότερα πολιτικά και στρατιωτικά μεταξύ τους σε ένα είδος συνασπισμού που μπορεί να παραλληλιστεί με το Πανιώνιον των ιωνικών πόλεων.11