Σεπτέμβριος, ο μέγας μήνας των σχολείων. Και πώς να μην είναι μέγας, τώρα πια για εμάς που ξεσχολήσαμε και νοσταλγούμε, αλλά και για τα παιδιά που, κουρασμένα από το καλοκαίρι, ανυπομονούν να τρέξουν πάλι στη τάξη τους και στους φίλους τους. Μικρή, θυμάμαι, λίγες μέρες πριν ξεκινήσει το σχολείο μου, είχα φοβερή αγωνία. Σκεφτόμουν συνεχώς τους συμμαθητές μου, πόσο ήθελα να τους ξαναδώ. Αναρωτιόμουν τη νέα μου δασκάλα ή δάσκαλο. Άραγε θα είχαμε τον περσινό; Ή μήπως κάποιον καινούριο; Κι αυτός θα ήταν το ίδιο καλός; Βλέπετε, ο παλιός, ακόμα και τη βίτσα να κρατούσε, στο τέλος της χρονιάς είχε μάθει τα χούγια μας κι εμείς τα δικά του και είχαν ταιριάξει τα χνώτα μας. Οπότε, όσες βιτσιές κι αν είχαμε φάει στις παλάμες μας, εμείς μέχρι το τέλος του χρόνου τον αγαπούσαμε.
Βοηθούσαν, βέβαια και οι γονείς μας σ΄αυτό. Δεν τολμούσαμε να πάμε στη μάνα μας να διαμαρτυρηθούμε για τον δάσκαλο. Ο δάσκαλος ήταν πολύ ιερός, όπως και τον παπά-Μανώλη . Αν της λέγαμε ότι τις φάγαμε από τον δάσκαλο, τότε η μάνα μας δεν ρωτούσε "γιατί;" Δεν έψαχνε να βρει ποιος φταίει. Ήταν σίγουρο ότι εμείς φταίγαμε που σαν μικρά παιδιά κάτι κάναμε στο δάσκαλό μας και τον αναγκάσαμε να μας δείρει. Οπότε καλά μας έκανε. Και μας τις έβρεχε κι η μάνα μας αποπάνω. Κι έτσι, ο δάσκαλός μας, κι από εμάς κι απ' τους γονείς μας, έχαιρε απεριορίστου σεβασμού. Δεν έχει σημασία αν είχε δίκιο ή άδικο κι ούτε το ψάχναμε, σημασία είχε όλη η φιλοσοφία περί της αξίας του δασκάλου, όλη η στάση της οικογένειας για το λειτούργημα του δασκάλου, που εμείς είχαμε μάθει να σεβόμαστε βαθειά από την οικογένειά μας. Και μετά ερχόταν η πρώτη μέρα, αυτή η πρώτη μέρα στο σχολείο. Μέλι κι αγωνία. Εκεί να ανεβαίνουμε τα σκαλιά με καθαρά ρούχα και φρεσκοχτενισμένα μαλλιά σε κοτσιδάκι πιασμένα. Μια πρώτη ντροπή για τους συμμαθητές μας, πώς θα τους ξαναδούμε; θα μας θυμούνται; θα είναι και φέτος φίλοι μας; θα μας παίζουν; το πρώτο τέταρτο αγωνίας στα μάτια μας και στο μυαλό μας. Αγιασμός και τρέχοντας στις τάξεις, μπορεί την πρώτη μέρα να παίρναμε και τα βιβλία μας. Αχ! αυτά τα βιβλία... πόσο υπέροχα μύριζαν έτσι καινούρια που ήταν. Τα ξεφυλίζαμε και χώναμε μέσα τους όλο το πρόσωπό μας, εκεί... να πνιγούμε στις μυρωδιές, στα χρώματα, στα γράμματα. Δεν προχωρούσαμε παραπέρα, δεν διαβάζαμε, μέναμε μέχρι εκεί. Ενστικτωδώς δεν θέλαμε να αγχωθούμε με τα μαθήματα αυτή την πρώτη μέρα χαράς. Μόνο να κοιτάζουμε θέλαμε. Τι ωραία βιβλία... και πολλάαααααα!!! Πω, πω φέτος θα έχει διάβασμα. Μας έδινε και η κυρία (δασκάλα) το μαγικό χαρτάκι με τα απαραίτητα, μεγάλη χαρά θα πηγαίναμε για ψώνια: 5 μολύβια, 5 γόμες για στυλό και μολύβι μισή-μισή, φέτος είμασταν σε μεγαλύτερη τάξη θα μαθαίναμε να γράφουμε και με στυλό 2 ξύστρες σιδερένιες 5 τετράδια μπλε - αντιγραφής, εκθέσεων, ορθογραφίας, αριθμητικής, πρόχειρο 1 φυτολόγιο (αυτό τι να είναι άραγε;) 1 μπλοκ ζωγραφικής με ένα κουτί ξυλομπογιάδες 1 μπλοκ φύλλα γλασσέ 1 ψαλιδάκι και μία κόλλα κλπ κλπ κλπ "Φέτος, έχω και μεγαλύτερη χαρά. Θα πάρω καινούρια σάκα, μου το υποσχέθηκε από πέρυσι η μαμά μου. Τρία χρόνια είχα την ίδια, φέτος θα μπω και σε νέα αίθουσα δεν θα πρέπει να πάρω καινούρια; Όπως, επίσης, θα πάρω και καινούρια μπλε ποδιά, με ένα κάτασπρο λευκό γιακαδάκι, σαν να έχει καθίσει ένα περιστεράκι στο λαιμό μου. Η μαμά μου υποσχέθηκε ότι η ποδιά μου θα έχει και πολλές πιέτες. Για να κάνω περιστροφές γύρω από τον εαυτό μου και να ανοίγει σαν λουλούδι. Πέρυσι η ποδιά μου δεν είχε πιέτες και η φίλη μου η Γιούλη που είχε μία τέτοια ποδιά γύριζε και άνοιγε κι έδειχνε τόσο μα τόσο όμορφη. Κι εγώ ζήλεψα." Αγοράζαμε τα σχολικά, τη σάκα, την ποδιά. Όλα εκεί σε μία γωνιά, στο σαλόνι τα έβαζε η μαμά, μην πάμε και τα χαλάσουμε μέχρι την άλλη μέρα. Κι έκλεινε και το σαλόνι, γιατί το σαλόνι το κλείναμε, ήταν καλό δωμάτιο, για τους ξένους. Αλλά εγώ το βράδυ είχα αγωνία, περίμενα να κοιμηθούν όλοι κι άνοιγα σιγά σιγά την πόρτα και περιεργαζόμουνα τα σχολικά μου. Τα μύριζα, τα άγγιζα, ανοιγόκλεινα τη σάκα μου, να δω δουλεύει καλά η κλειδαριά; έκανα δοκιμές, φόραγα και την ποδιά μου, να δω θα κάνει κύκλους μεγάλους όταν γυρίζω γύρω γύρω; Κι έτσι ξεκινούσε η χρονιά, με αγωνία. Και στα μέσα της χρονιάς κουραζόμασταν και μας φώναζε η μάνα μας να διαβάσουμε κι εμείς δεν είχαμε νου... βαριόμασταν. Αρχίζαμε να διαμαρτυρόμαστε για το σχολείο. Πότε θα τελειώσει, φωνάζαμε.... Κι έλεγε η μάνα μας "όταν θα μεγαλώσετε θα σας λείψει, θα το αναζητήσετε. Χαρείτε το τώρα που μπορείτε" Αλλά εμείς δεν την ακούγαμε... Και τώρα μεγαλώσαμε και μας έχει λείψει το σχολείο και το αναζητάμε.... Όλες αυτές τις στιγμές τις αναζητάμε... Και ξεκινάει ένας κύκλος πάλι... με τα παιδιά μας, τώρα να έχουν τις ίδιες αγωνίες και χαρές, την ίδια κούραση και βαριεμάρα κι εμείς να τους φωνάζουμε "όταν θα μεγαλώσετε θα σας λείψει, θα το αναζητήσετε. Χαρείτε το τώρα που μπορείτε"