Χαρακτηριστικά της αρχαϊκής εποχής
Με τον όρο ‘β’ ελληνικός ή μέγας αποικισμός’ εννοούμε μία μεγάλης κλίμακα μετανάστευσης ελληνικών πληθυσμών από τα νησιά του Αιγαίου, τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και την κυρίως Ελλάδα σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο οριοθετείται ως εξής: περίπου 750- περίπου 550 π.Χ., αν και ο αποικισμός ξεκίνησε μέσα στο α’ μισό του 8ου π.Χ. αιώνα, με την ίδρυση του Μεταποντίου (776 π.Χ.). Το συσσωρευμένο αποτέλεσμα όλων των μετακινήσεων που συνέβησαν σε αυτήν την περίοδο ήταν τεράστιο. Την ίδια εποχή λαμβάνουν χώρα και μικρότερα φαινόμενα μετακίνησης Ελλήνων με συγκεκριμένο σκοπό και κατεύθυνση. Για πρώτη φορά, λοιπόν, χρησιμοποιούνται Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τη Ρόδο ως μισθοφόροι από το Φαραώ Ψαμμήτιχο τον Α’ (764-710 π.Χ.), οι οποίοι και έμειναν εκεί μέχρι την εκδίωξή τους από τον Καμβύση το 525 π.Χ. Οι Έλληνες αυτοί δεν έχουν σχέση με την ελληνική κοινότητα της Ναύκρατης, η οποία είχε διαμεσολαβητικές σχέσεις μεταξύ της Αίγυπτο και του ελληνικού κόσμου. Όσον αφορά τις εσωτερικές εξελίξεις των ελληνικών πόλεων, πρώτο σημαντικό φαινόμενο της εποχής είναι η κατάργηση της βασιλείας και η εγκαθίδρυση του αριστοκρατικού πολιτεύματος, που σημαίνει την άσκηση της διακυβέρνησης από τους ευγενείς. Την εποχή αυτή αρχίζουν και αντιπαραθέσεις εντός του σώματος των ευγενών για τη νομή της εξουσίας, αντιπαραθέσεις οι οποίες de facto ipso συμπεριέλαβαν και τον υπόλοιπο πληθυσμό. Επίσης έχουμε μία μεταβολή, έναν νεωτερισμό στον στρατιωτικό τομέα, τη φάλαγγα των οπλιτών. [Την περίοδο αυτή, επίσης, συμβαίνουν εξειδικεύσεις, όπως ο διαχωρισμός του εμπορικού πλοίου από το πολεμικό (τριήρης) και το διαχωρισμό του ίππου από το πολεμικό άρμα.] Η μεταβολή αυτή στο στρατό μάχης υιοθετήθηκε από όλες τις πόλεις του ελληνικού κόσμου.
Β' ελληνικός αποικισμός
Ο Β΄ελληνικός αποικισμός είναι η μετακίνηση ελληνικών ομάδων πληθυσμού από τα νησιά, την κυρίως Ελλάδα, τη Μικρά Ασία προς εδάφη κατοικούμενα από άλλους πληθυσμούς, από τον παλιό ελληνικό χώρο, δηλαδή, σε ξένες περιοχές. Έλληνες, λοιπόν, εγκαταστάθηκαν προς Νότο στην Αφρική, στην Κυρηναϊκή, άποικοι από την Απολλωνία και τη Θήρα, που ήταν αποικίες πρώτου σταδίου. Δυτικότερα δεν ήταν δυνατό να εγκατασταθούν, παρά να κάνουν κάποιες απόπειρες, διότι η φοινικική πόλη Τύρος είχε προλάβει να ιδρύσει την Καρχηδόνα, το 814/3 π.Χ., η οποία με τη σειρά της ίδρυσε και άλλες αποικίες και επεκτάθηκε προς την Ισπανία. Στην περιοχή την Συρίας και της Παλαιστίνης δεν ιδρύθηκαν αποικίες, αλλά μόνο εμπορικοί σταθμοί, καθώς αυτή ήταν η περιοχή κυριαρχίας των Ασσυρίων και, αργότερα, των Περσών. Επίσης, ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν στη βόρεια ακτή της Δυτικής Μεσογείου εκτός από την Ανατολική ακτή της Ισπανίας. Προς Βορρά αποικίσθηκε ολόκληρος ο Εύξεινος Πόντος, με ιδιαίτερη μεγάλη πυκνότητα στη δυτική και τη νότια ακτή. Στην είσοδο του Βοσπόρου ιδρύθηκε το Βυζάντιο και η Χαλκηδόνα. Στις ακτές της Προποντίδας όπως και στον Ελλήσποντο ιδρύθηκαν αποικίες, π.χ. η Σηστός και η Άβυδος. [Το φυσικό γεωγραφικό όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας ήταν ο Ελλήσποντος και ο Βόσπορος? Και ο ποταμός Τάναϊς ή ο ποταμός Φάσις.] Στη Θρακική χερσόνησο, στο βόρειο Αιγαίο από τη Μεθώνη και την Πύδνα μέχρι τον Αίνο. Στην Ταρτησσό διαπιστώθηκε από αρχαιολογικά ευρήματα ελληνική παρουσία η οποία τελειώνει στο τελευταίο τρίτο του 6ου π.Χ. αιώνα (530-500 π.Χ.).
Αίτια του Β' ελληνικού αποικισμού
Τα αίτια και οι λόγοι της μετανάστευσης όπως μας παραδίδονται από τις αρχαίες πηγές και συνάγονται από τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι οι εξής:
έλλειψη γης και συναφή κοινωνικά προβλήματα. Λόγου χάρη, η Σπάρτη το β’ μισό του 8ου π.Χ. αιώνα ίδρυσε μόνο μία αποικία, τον Τάραντα, περί το 706 π.Χ., δεν υπήρχαν, επομένως, προβλήματα σχετικά με την έλλειψη γης. Μετά τον Α’ μεσσηνιακό πόλεμο (περίπου 735-715 π.Χ.) και πριν το Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο, από τον οποίο η Σπάρτη είχε λίγα εδαφικά οφέλη και λίγη γη, σημειώθηκε αναταραχή στην πόλη, με την πιεστική διατύπωση αιτημάτων από μέλη της κοινότητας για τη απόκτηση γης. Ανάμεσά τους υπήρχαν οι Παρθενίαι, άνδρες οι οποίοι δεν ήταν γνήσια παιδιά Σπαρτιατών, αλλά ήταν παιδιά ειλώτων και Σπαρτιατισσών.
αφορία γης, λόγω των δυσμενών κλιματικών συνθηκών. Έχουμε δύο τέτοιες περιπτώσεις:
την ίδρυση της Κυρήνης από τη Θήρα, όπου δεν έβρεχε για επτά συνεχή χρόνια και υπήρχε ανάγκη διοχέτευσης του πληθυσμού και την αφιέρωση του 1/10 του πληθυσμού των Χαλκιδέων στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς και την ίδρυση του Ρηγίου.
επίθεση των Περσών. Το 547 π.Χ. οι Πέρσες κατέλυσαν το λυδικό βασίλειο και ο Άρπαγος (ποιος;…) εκστράτευσε εναντίον των ελληνικών πόλεων τη δυτικής Μικράς Ασίας. Τότε οι κάτοικοι δύο πόλεων αποφάσισαν να μετεγκατασταθούν για να μην καθυποταγούν. Οι Τήιοι, λοιπόν, ίδρυσαν τα Άβδηρα, αν και ένα μέρος του πληθυσμού επέστρεψε, και από εκεί άποικοι ίδρυσαν την Φαναγόρεια ή Φαναγορία στον Κιμμέριο Βόσπορο, και οι Φωκαείς την Κύρνο και τη Μασσαλία και εμπορικούς σταθμούς στη βόρειο Μεσόγειο και, ειδικότερα, στην ανατολική ακτή της Ισπανίας ως και το νοτιότερο άκρο της.
δημογραφική ανάπτυξη.Αρχαιολογικά διαπιστώνεται η άφιξη στην Αττική και την Αργολίδα. Η Αθήνα ίδρυσε μία τέτοια αποικία, το Σίγειο περί το 600 π.Χ. και η Αργολίδα καμία. Η θεωρία αυτή είναι μία θεωρία εκ των υστέρων. Παρατηρώντας την εξάπλωση του φαινομένου παρατηρούμε ότι τόσοι έφυγαν, επομένως πλεόναζαν, άρα υπήρχε δημογραφική ανάπτυξη, η οποία οδήγησε στον αποικισμό. Η θεωρία αυτή έχει ελλιπή τεκμηρίωση.
η επιθυμία της διεξαγωγής εμπορίου ώθησε τους Έλληνες στον αποικισμό. Η θεωρία αυτή βασίζεται στην παρατήρηση των χαρακτηριστικών του φαινομένου και συγκεκριμένα του ότι όλες οι νέες πόλεις που ιδρύθηκαν βρίσκονταν στις ακτές και ήταν κέντρα διεξαγωγής εμπορίου και ονομάζονταν ‘εμπόρια’. Πάντως ήταν σε πολύ καλές θέσεις από άποψη της ποιότητας του εδάφους και κλίματος και κύριος τομέας ενασχόλησης ήταν η γεωργία.
Διαδικασία ίδρυσης μιας αποικίας
Συνήθης πρακτική ήταν η κατάκτηση του εδάφους. Ευρισκόμενοι σε άμεση γειτνίαση με άλλους πληθυσμούς έρχονταν σε επικοινωνία μαζί τους, αφού ένας μικρός πληθυσμός Ελλήνων βρισκόταν κοντά σε επαφή με τα ντόπια φύλα. Έτσι, διευρύνθηκε ο χώρος όπου είχαν ζήσει οι Έλληνες. Οι θεσμοί της πόλης αποφάσιζαν την ίδρυση μιας αποικίας, ορίζονταν ο οικιστής και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή του στην αποστολή. [Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι για τον αποικισμό της Κυρήνης από τους Θηραίους ορίστηκε ότι ο ένας από τους δύο γιους μιας οικογένειας μπορούσε να συμμετάσχει στην αποστολή.] Καθώς ζητούσε χρησμό η πόλη, ετοιμαζόταν η αναχώρηση με ένα πλοίο. [Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι ήταν πεντηκόντορος.] Γινόταν θυσία και δινόταν η φωτιά, που σε συμβολικό επίπεδο τον άμεσο δεσμό αποικίας και μητρόπολης. Σε λίγες περιπτώσεις έχουμε αναφορές για συμμετοχή γυναικών και εξίσου λίγες όπου οι άποικοι παντρεύονταν. Ο οικιστής οδηγούσε την αποστολή στον κατάλληλο τόπο και πριν να κατανείμουν τη γη, όριζαν το χώρο για τα ιερά, τη δημόσια γη και τεμάχιζαν σε γεωτεμάχια. Η οικοδόμηση της πόλης γινόταν υπό την ευθύνη του οικιστή, από τον οποίο ονομαζόταν και η αποικία, συνήθως από ένα μυθικό ιδρυτή. Η συντριπτική πλειοψηφία των πόλεων είχε ένα μυθικό ιδρυτή, αυτόν που κατά τον ιδρυτικό μύθο της πόλης την ίδρυσε. Π.χ. τα Άβδηρα κατά το μύθο είχαν ιδρυθεί από τον Άβδηρο, φίλο του Ηρακλή.
Οι ιστορικές συνέπειες του β’ ελληνικού αποικισμού
Διεύρυνση των ορίων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού
Διαδόθηκε το μοντέλο της πολιτικής οργάνωσης με βάση την πόλιν, αφού όλες οι αποικίες που ιδρύθηκαν ήταν πόλεις
Διευρύνθηκε ο οικονομικός χώρος δράσης του ελληνισμού με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνία, που ήταν προσανατολισμένη στις ανταλλαγές με πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα από την ενδοχώρα.
Η επικοινωνία με πολλές και ποικίλες εθνότητες συντέλεσε στη διαμόρφωση της κοινής συνείδησης της εθνικής ταυτότητας. Ο όρος ‘Πανέλληνες’ χρησιμοποιείται πρώτη φορά από τον Ησίοδο κατά τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα και από τον Αρχίλοχο τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα.
Στην ανάπτυξη της κοινής αυτής συνείδησης συνέβαλαν και οι πανελλήνιες γιορτές που άρχισαν να διοργανώνονται. Αρκετά εκτεταμένα εκφράζει αυτό η αμφικτιονία των Πυλών και των Δελφών. Δε γνωρίζουμε πολλά για την οργάνωση των αμφικτιονιών, αλλά έχουμε πολλές πληροφορίες για την αμφικτιονία των Πυλών και Δελφών, η οποία είχε δύο θρησκευτικά κέντρα: το ένα ήταν το ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στις Πύλες και το άλλο ήταν το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Αρχικά, η αμφικτιονία απλωνόταν γύρω από τις Πύλες και ήταν γνωστή ως αμφικτιονία των Πυλών. Αργότερα, εντάχθηκαν και οι Δελφοί στην αμφικτιονία, η οποία πλέον περιλάμβανε εντός των ορίων της το ιερό του Απόλλωνα και μετονομάστηκες σε αμφικτιονία των Πυλών και των Δελφών. Το γεγονός ότι η αμφικτιονία των Δελφών και των Πυλών είχε δώδεκα έθνη μέλη και όχι πόλεις δείχνει ότι ήταν μία παλαιά αμφικτιονία χρονολογούμενη ίσως και από τη μυκηναϊκή εποχή. Το κάθε μέλος έστελνε δύο αντιπροσώπους στο αμφικτιονικό συνέδριο, αποτελούμενο από 24 αντιπροσώπους, οι οποίοι ονομάζονταν ιερομνήμονες και διαχειρίζονταν τα οικονομικά της συμμαχίας. Τον 6ο π.Χ. αιώνα εμφανίζεται στις πηγές για την Κάτω Ιταλία ο όρος ‘Μεγάλη Ελλάδα’, ο οποίος στη συνέχεια εξαφανίζεται, κάτι που αποτελεί ένα πρόβλημα της ιστορικής έρευνας.